Πάντα όμως τρέχω.
Όσο με κοιτάζεις στα μάτια.
Όσο κοιτάζεις τα χείλη μου.
Όσο το πρόσωπό σου πλησιάζει το δικό μου.
Όσο τα χείλη σου ακουμπούν τα δικά μου χείλη.
Όσο τα χείλη σου ακουμπούν τον λαιμό μου.
Απομακρύνομαι και τρέχω.
Τρέχω νοερά και απομακρύνομαι αισθητά.
Κι εσύ αναρωτιέσαι.
Και με ρωτάς τι φοβάμαι.
Κι εγώ σηκώνω αδιάφορα τους ώμους.
Συνήθως τα κείμενά μου δεν είναι κλισέ.
Δεν περιγράφουν σκηνές, προσωπικές, δεν περιγράφουν ούτε τα μάτια σου, ούτε τα χείλη σου που με αγγίζουν.
Όλα αυτά είναι κλισέ, έχουν γραφτεί εκατομμύριες φορές, με δεκάδες διαφορετικές λέξεις.
Όλα αυτά είναι συνηθισμένα κι εγώ δε θεωρώ ότι αξίζουν να γραφτούν κι από εμένα.
Γιατί εγώ ερμηνεύω την αστάθεια.
Ερμηνεύω την απόσταση και την ψύχρα που διογκώνεται κι εσύ προσπαθείς να σπάσεις.
Μέχρι πότε όμως;
"Τι φοβάσαι;"
*σηκώνω τους ώμους αδιάφορα*
"Τι φοβάσαι;"
Ήδη απογοητεύεσαι όταν απομακρύνομαι.
Συγγνώμη, όμως δεν τα συνηθίζω αυτά.
Δεν είναι πολλοί αυτοί που με πλησιάζουν έτσι.
Κανείς δεν με αγγίζει έτσι.
Εσύ το κάνεις.
Κι εγώ προσπαθώ να σε αποκωδικοποιήσω, σαν ένα αίνιγμα που δεν είσαι.
Δεν είσαι.
Απλά εγώ δυσκολεύομαι να καταλάβω.
Δυσκολεύομαι να συντονιστώ.
Κι εσύ κρατάς το χέρι μου κι εγώ σκέφτομαι ότι και να φύγεις δεν πειράζει, γιατί αποκτώ εμπειρία.
Και δυσκολεύομαι να θέσω όρια στον εαυτό μου.
Μέχρι πού μου επιτρέπω να νιώσω;
Μέχρι πού μπορώ να στενοχωρηθώ κάθε φορά που φεύγεις;
Γιατί η απόσταση είναι μεγάλη κι εγώ είμαι ασταθής.
Με τραβάς προς το μέρος σου την ώρα που καθόμαστε στο λιμάνι, τη νύχτα, με μια μπύρα στο χέρι.
Καθόμαστε αντικριστά, με κοιτάζεις, ακουμπάς το πρόσωπό μου και με φιλάς. Νιώθω την ανάσα σου να μπερδεύεται με τη δική μου.
"Τι φοβάσαι;"
Τίποτα.
Ρισκάρω.
YOU ARE READING
(Disorder)
PoetryΠοίηση χωρίς νόημα σαν κραυγές δίχως συνοχή. Κείμενα δίχως κανένα στίγμα λευκού, μόνο ένα μαύρο χάος που καταπίνει βίαια κάθε πηγή φωτός. Μην ψάξετε για κανένα ψήγμα ελπίδας, θα δυσκολευτείτε να το διακρίνετε μέσα στην άγρια σκοτεινή άβυσσο που επεκ...