Γιατί τώρα;

263 44 4
                                    


-<<Μαμά;>> είπε η Νιόβη κοιτώντας διάφορα παιχνίδια στο κατάστημα που βρισκόταν.

Η Μαριάννα χαμογέλασε γλυκά ακούγοντας πως την προσφωνούσε η Νιόβη. Κάθε φορά που την αποκαλούσε έτσι ένιωθε σαν την πρώτη φορά που άκουσε αυτή τη λέξη από τα χείλη της, προκαλώντας της μία ευχάριστη ανατριχίλα.

-<<Έλα κοριτσάκι μου. Είσαι καλά;>> την ρώτησε.

-<<Μαμά είμαι πάρα πολύ καλά! Μαμά! Έχω ανιψιά! Πόση ευτυχία πια; Σου έστειλε καμιά φωτογραφία ο Ιωσήφ; Φφφφφφφφ...>> ξεφύσησε. <<Που να σου στείλει; Μήπως και έχει μυαλό τώρα; Μαμά; Τι να της αγοράσω; Έχω μπλοκάρει. Και άμα το έχει αυτό που θα της πάρω; Και άμα δε της αρέσει;>> αναρωτήθηκε απεγνωσμένα.

Η Μαριάννα χαμογέλασε και τα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. Ρούφηξε τη μύτη της.

-<<Μαμά μου κλαίς; Γιατί κλαίς;>> αναρωτήθηκε η Νιόβη και η αγωνία χρωμάτιζε τη φωνή της.

-<<Μάτια μου προσπαθώ να χωνέψω ότι έχω εγγόνι. Με συγκινείς ιδιαίτερα με τις σκέψεις σου. Αλήθεια, μπορείτε να μας στείλετε κάποια φωτογραφία;>> ρώτησε με προσμονή.

-<<Δε σου έχει στείλει το γαϊδούρι; Φφφφφφφφ! Όλα εγώ πρέπει να τα σκέφτομαι πια;>> είπε αγανακτισμένη, γουρλώνοντας τα καταγάλανα μάτια της και κουνώντας τα χέρια της.

-<<Μην ανησυχείς, θα το κάνει. Όσο για το δώρο, θυμήσου αυτό που μου λες συχνά. Στα παιδιά αρέσουν τα μικρά πράγματα. Μην της πάρεις ένα και ακριβό. Πάρτης πολλά και μικρά. Θα ξετρελαθεί.>> της είπε.

-<<Ευχαριστώ μαμά μου.>> της είπε με ευγνωμοσύνη.

Ο Χάρης τόση ώρα την κοιτούσε και χαμογελούσε με την παιδικότητά της. Η Νιόβη ένιωσε το βλέμμα του απάνω της και έτσι αφού στράφηκε προς εκείνον έβαλε τα χέρια της στην μέση της.

-<<Θα με βοηθήσεις, ή θα αποτύχω;>> την άκουσε να του λέει και αμέσως έσκασε στα γέλια.

-<<Θα σε βοηθήσω και δεν θα αποτύχεις!>> της είπε αποφασιστικά.

____________________________________________________________________________

Η Νιόβη στεκόταν έξω από το σπίτι της Νάιρας. Άπλωνε το χέρι της να χτυπήσει το κουδούνι, όμως την τελευταία στιγμή μάζευε το δάχτυλό της. Ο Χάρης την παρατηρούσε σιωπηλός. Την θαύμαζε τόσο πολύ. Δεν χωρούσε στο μυαλό του ότι μπορούσε να νιώθει έτσι η Νιόβη του. Φοβόταν την απόρριψη. Όχι όμως από έναν οποιονδήποτε άνθρωπο. Από την ανιψιά της.

-<<Νιόβη!>> της είπε λίγο απότομα και εκείνη αναπήδησε από την τρομάρα.

Τον κοίταξε και βυθίστηκε το βλέμμα της μέσα στο δικό του. ο Χάρης την αγκάλιασε από την μέση και πήρε το δάχτυλό της, τοποθετώντας το στο κουμπί του κουδουνιού, χτυπώντας το μαζί. Την ένιωσε να μαζεύεται και να βγάζει τον αέρα από τα πνευμόνια της.

Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε ο Ιωσήφ έχοντας στην αγκαλιά του την κόρη του. Η Άλκηστη την κοίταξε και της χαμογέλασε ντροπαλά. Ύστερα έκρυψε το πρόσωπό της στον λαιμό του πατέρα της.

-<<Ντράπηκες, ε;>> την ρώτησε σιγανά στο αυτί. Η Άλκηστη ένευσε «ναι». <<Είναι η αδερφή μου. Αφού την περιμένεις πως και πως. Ήρθε και ο θείος Χάρης.>> συμπλήρωσε.

Η Άλκηστη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. <<Είναι πολλή όμορφη.>> του ψιθύρισε. O Ιωσήφ χαμογέλασε.

-<<Το ξέρω. Αλλά θέλει να σε γνωρίσει και τώρα το μόνο που βλέπει δεν είναι το πρόσωπό σου, αλλά την πλάτη σου.>>

-<<Άλκηστη.>> της είπε η Νιόβη. <<Κοίτα. Εδώ σου έχουμε φέρει πολλά παιχνίδια. Θέλεις να πάμε να τα ανοίξουμε και να παίξουμε;>> της είπε και άπλωσε το χέρι της διστακτικά χαϊδεύοντας της την πλάτη. <<Άσε που ξέρω να φτιάχνω και τέλειες πλεξίδες.>> της είπε με ζωντάνια.

Η Άλκηστη γύρισε αργά το κεφάλι της προς τον πατέρα της. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Ύστερα έσκυψε και του ψιθύρισε «άσε με κάτω». Ο Ιωσήφ την απόθεσε κάτω και η Άλκηστη σήκωσε αργά το βλέμμα της προς την Νιόβη. Η Νιόβη ήταν καθηλωμένη από τη στιγμή. Έκανε βαθύ κάθισμα για να βρεθεί στο ίδιο ύψος με την ανιψιά της. Η Άλκηστη δε μίλησε. Την κοιτούσε με τα εκφραστικά της μάτια και με το βλέμμα της που ήταν αφοπλιστικό. Η Νιόβη τελικά γονάτισε μπροστά σε αυτό το μικρό θαύμα. Ήταν κομμάτι του αδερφού της. Ενός ανθρώπου που αγαπούσε πολύ. Η μικρή ήταν ότι πιο όμορφο είχε συναντήσει. Η Άλκηστη άπλωσε το μικροσκοπικό της χέρι και η Νιόβη το έπιασε μαλακά. Η Άλκηστη την τράβηξε μαλακά προς το δωμάτιό της και έτσι οι δύο τους χάθηκαν πίσω από την πόρτα. Σαν μια βουβή συμφωνία, σαν να γνωρίζονταν από πάντα, η Άλκηστη ένιωσε πολύ άνετα. Έπαιξαν παρέα, μίλησαν, η Νιόβη της έφτιαξε μία πολύ όμορφη πλεξίδα.

Όση ώρα η Άλκηστη με την Νιόβη καθόντουσαν στο δωμάτιο της πρώτης στο σαλόνι επικρατούσε πανικός. Ο Ιωσήφ είχε δεχτεί ένα τηλεφώνημα από τον Φώτη, ο οποίος βρισκόταν σε πολλή άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Τον ενημέρωσε για τις εξελίξεις της υγείας της Χριστίνας και έτσι ο Ιωσήφ έγινε ο κακός μαντατοφόρος. Η Νάιρα έκλαιγε βουβά. Πήρε μία πολλή καλή της συνεργάτιδα και της ζήτησε να αναλάβει όλα της τα ραντεβού για τις προσεχείς ημέρες. Ζήτησε από τον Ιωσήφ να ανέβουν στην Θεσσαλονίκη αποκαλύπτοντάς του ότι εκτός από κολλητή της φίλη είναι και η νονά της Άλκηστης. Ο Ιωσήφ δεν της χάλασε χατίρι. Έτσι οι αφήξεις όλων των αγαπημένων προσώπων, έφεραν και μία παράλογη τροπή των πραγμάτων. Γιατί να συμβεί αυτό τώρα στην Χριστίνα; Αφού όλα πήγαιναν κατ' ευχήν...

ΚάρμαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora