Η Ichika περπατούσε μόνη της στους δρόμους του Τόκυο. Η νύχτα ήταν γλυκιά και ο αέρας μύριζε μια ανάμιξη από καυσαέριο και λουλούδια. Τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν και ανακατεύονταν.
Από κάθε μαγαζί και διαμέρισμα ακούγονταν γέλια και τραγούδια, άνθρωποι χαρούμενοι που τραγουδούσαν και χόρευαν με τις παρέες τους.
Εκείνη ήταν μόνη της, με την ζακέτα της να κρέμεται από τα χέρια της και την σχολική τσάντα να βαραίνει τους ώμους της. Νύχτωνε ακόμα πολύ νωρίς και η επιστροφή από το σχολείο ήταν ευχάριστη τις Παρασκευές που όλοι έβρισκαν ευκαιρία να βγούνε και να δραπετεύσουν από την ρουτίνα τους.
Η Ichika πήρε μια βαθιά ανάσα και η μυρωδιά των ανθισμένων κερασιών πλημμύρισε τα ρουθούνια της.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που γυρνούσαν από τις δουλειές τους, παιδιά που έτρεχαν για το σπίτι μετά το σχολείο και ροζ πέταλα που στροβιλίζονταν στα πόδια των ανθρώπων.
Προσπάθησε να φανταστεί τί σκέφτονταν όλα αυτά τα πλάσματα, πού πήγαιναν ή από πού έρχονταν. Τους έδινε ονόματα και μάντευε τις ηλικίες τους. Έτσι περνούσε η ώρα της μέχρι που έφτανε σπίτι της τα απογεύματα.
Η καθημερινότητα της ποτέ δεν είχε όσο ενδιαφέρον ήθελε εκείνη να έχει. Προσπαθούσε σκληρά να μην παγιδεύεται στην δίνη της ρουτίνας αλλά συχνά οι προσπάθειες της δεν είχαν επιτυχία. Ονειρευόταν να μετακομίσει στο δικό της σπίτι, να ζήσει σε μια ξεχωριστή γειτονιά για να μπορέσει να ξεφεύγει από την ρουτίνα και την μιζέρια της.Ένα αγόρι με κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά και πολλά σκουλαρίκια πέρασε από μπροστά της, αναγκάζοντας την να μειώσει ταχύτητα. Τα πόδια της είχαν αρχίσει να καίνε από το έντονο περπάτημα. Κοίταξε για λίγο τον νεαρό πριν εκείνος χαθεί σε μια στροφή.
Του έδωσε το όνομα Hajime και την ηλικία των εικοσιδύο ετών. Φαντάστηκε πως σπούδαζε μουσική και έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα. Ίσως να είχε και δικό του συγκρότημα ή και να τραγουδούσε.Ξαφνικά, το τηλέφωνο της άρχισε να δονείται στην τσέπη της φούστας της.
Κρέμασε το πανωφόρι της στο αριστερό της χέρι και με το δεξί έβγαλε την συσκευή από το ρούχο για να δει το όνομα του μεγάλου αδερφού της να φωτίζεται πάνω της.
Έσυρε το δάχτυλο της πάνω στην οθόνη και έβαλε το τηλέφωνο στο αφτί της.
Πριν προλάβει να μιλήσει, η φωνή του αδερφού της ακούστηκε αγχωμένη και ταραγμένη από την άλλη μεριά του ακουστικού.
"Ichika! Ο μπαμπάς... Εγώ... Ichika, η καρδιά του μπαμπά... Θα πεθάνει; Δεν ξέρω τι συμβαίνει!" Φώναζε.
Το αίμα της Ichika πάγωσε. Σταμάτησε απότομα να περπατάει προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις λέξεις που μόλις είχε ακούσει.
"Haruki, για ποιο πράγμα μιλάς;" Η φωνή της βγήκε αδύναμη από τα χείλη της. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και στο στομάχι της δημιουργήθηκε ένας σφιχτός κόμπος.
Ήξερε πως ο πατέρας της είχε χρόνια προβλήματα με την καρδιά του και πως αργά ή γρήγορα μπορούσε να πεθάνει.
"Έλα γρήγορα στο νοσοκομείο Hiroo!" Ήταν τα τελευταία λόγια του αδερφού της πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Εκείνη κατέβασε την συσκευή από το αφτί της και την έβαλε βιαστικά στην τσέπη της ζακέτας της.
Άρχισε να τρέχει γρήγορα, κατευθυνόμενη προς το νοσοκομείο, αλλά ένιωθε πως έτρεχε υπερβολικά αργά.
Το κτίριο ήταν ακόμα πολύ μακριά από το σημείο που βρισκόταν και έτσι, το να τρέχει τόσο γρήγορα, σύντομα την κούρασε.
Εξουθενωμένη, άρχισε να περπατάει με γοργά βήματα, αγνοώντας το γεγονός πως της ήταν όλο και πιο δύσκολο να ανασάνει.
"Ω θεέ μου. Τι θα κάνω; Τι θα κάνω;" Οι σκέψεις της δεν την άφηναν να ησυχάσει ούτε λεπτό. Τα πόδια της έτρεμαν, το απαλό ανοιξιάτικο αεράκι έκαιγε τα ρουθούνια της.
Κρατήθηκε από μια κολόνα, έτοιμη να καταρρεύσει στο στενό πεζοδρόμιο, λίγα τετράγωνα πριν το νοσοκομείο Hiroo.
Ένας νεαρός σταμάτησε απότομα δίπλα της.
"Δεσποινίς, είστε καλά;" Την κράτησε μαλακά από το μπράτσο και με το ελεύθερο χέρι του έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα που είχε στον ώμο του.
Η Ichika αδυνατούσε να βρει τις ανάσες της. Κάθε της προσπάθεια ήταν μια βουτιά πιο βαθιά στην απόγνωση.
Άρπαξε το μπουκάλι από τα χέρια του νεαρού και, μην μπορώντας να τον ευχαριστήσει, άρχισε ξανά να τρέχει προς το νοσοκομείο.
Καθώς έτρεχε, προσπαθούσε ταυτόχρονα να φορέσει και την ζακέτα της.
Στην μέση της διαδρομής, η πλάτη της άρχισε να πονάει αφάνταστα.
"Ο μπαμπάς!" Είπε ανάμεσα στις απελπισμένες προσπάθειες της για να ανασάνει.
Τα πόδια της την εγκατέλειψαν στην είσοδο του προαύλιου χώρου του νοσοκομείου και ένας οξύς πόνος αγκάλιασε τα γόνατα της.
"Να πάρει..." Σηκώθηκε με δυσκολία και βάλθηκε να πιέζει τον εαυτό της να τρέξει λιγάκι ακόμα.
Ένα ασθενοφόρο την προσπέρασε και σταμάτησε λίγα μέτρα μπροστά της.
Μπόρεσε να διακρίνει ολοκάθαρα τον Haruki να πηδάει έξω από το όχημα και να βοηθάει τους γιατρούς να κατεβάσουν το φορείο στο οποίο κουβαλούσαν τον πατέρα της.
"Haruki!" Φώναξε με όλη της την δύναμη. Εκείνος γύρισε απότομα το κεφάλι του για να την κοιτάξει και της έκανε νόημα να πάει κοντά του.
Εκείνη, με τα τελευταία αποθέματα δύναμης που της είχαν απομείνει, έτρεξε μέχρι την είσοδο την στιγμή που το φορείο μπήκε στον εσωτερικό χώρο του νοσοκομείου.
Η δίφυλλη πόρτα έκλεισε και εκείνη την έσπρωξε απότομα.
"Μπαμπά!" Φώναξε μα η φωνή της ήταν αδύναμη και σχεδόν δεν ακούστηκε.
Ξαφνικά πάγωσε και βάλθηκε να κοιτάει το φορείο που απομακρυνόταν από το σημείο που στεκόταν εκείνη, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε: ένας πανύψηλος άντρας με κατάμαυρα μακριά μαλλιά και ρούχα ακολουθούσε το φορείο, δίπλα σε έναν δεύτερο, εξίσου ψηλό άντρα ντυμένο στα λευκά, με κάτασπρα μακριά μαλλιά. Ένα ζευγάρι φτερά στόλιζε την πλάτη του καθενός, γεγονός το οποίο έστειλε κύματα ανατριχίλας στο σώμα της Ichika.
Για λίγο σκέφτηκε να φωνάξει, μα μετά έπεισε τον εαυτό της ότι κανένας δεν θα την πίστευε. Πιο πιθανό ήταν να καταλήξει στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου.
Ο μαυροφορεμένος άντρας την κοίταξε φευγαλέα πάνω από τον ώμο του την στιγμή που ο Haruki την άρπαξε στην αγκαλιά του.
"Ichika!" Η φωνή του ακουγόταν ραγισμένη. Χάιδεψε τα καστανά μαλλιά της αδερφής του και έσφιξε τα χέρια του γύρω της. Το πλαστικό μπουκάλι που της είχε προσφέρει νωρίτερα εκείνος ο νεαρός έπεσε από τα χέρια της και προσγειώθηκε στο πάτωμα κάνοντας έναν ενοχλητικό ήχο.
Τα μάτια της ακολουθούσαν το φορείο και τους δύο αφύσικους συνοδούς του μέχρι που εξαφανίστηκαν στα επείγοντα.
Αποφάσισε πως είχε παραισθήσεις από την κόπωση και έστρεψε την προσοχή της στον αδερφό της.
Οι ανάσες της είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό μα η καρδιά της δεν είχε ηρεμήσει ακόμα.
"Haruki..." Αγκάλιασε τον αδερφό της σφιχτά, κλείνοντας τα μάτια της.
"Φοβάμαι, imouto-chan." Εξομολογήθηκε εκείνος.
"Όχι, όχι." Τα χέρια της Ichika τον κόλλησαν στο σώμα της. "Όλα θα πάνε καλά." Παρόλο που δεν πίστευε τα λόγια της, ένιωθε πως ήταν χρέος της να τον καθησυχάσει.
Απομακρύνθηκε λίγο, διαλύοντας την αγκαλιά τους.
"Η μαμά;"
-Της τηλεφώνησα. Έρχεται από την δουλειά.
Εκείνη την στιγμή, ένας γιατρός βγήκε από τα επείγοντα και τους πλησίασε. Ήταν ψηλός και τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν την κινέζικη καταγωγή του. Τα χέρια του ήταν γεμάτα σημάδια και μια μεγάλη σχισμή υπήρχε ανάμεσα στα χοντρά φρύδια του. Έδινε την εντύπωση πως ήταν κουρασμένος, το είδος της κούρασης που δεν υποχωρεί με ένα καλό οχτάωρο ύπνου. Το δέρμα του ήταν γεμάτο φλέβες και ρυτίδες και διέκρινε κανείς ότι τα μάτια του ήταν κόκκινα από την αϋπνία.
"Είστε οι συγγενείς του Taru Ishihara;" Ρώτησε βγάζοντας την γαλάζια μάσκα που κάλυπτε το στόμα του.
"Ναι, εμείς είμαστε!" Απάντησε ο Haruki ο οποίος είχε φροντίσει να δώσει τα στοιχεία του πατέρα τους στην υποδοχή του νοσοκομείου νωρίτερα.
"Ο πατέρας σας θα υποβληθεί σε χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς. Αν θέλετε μπορείτε να το παρακολουθήσετε." Ανακοίνωσε ο γιατρός. Ήταν συχνό φαινόμενο οι συγγενείς ενός ασθενή να παρακολουθούν τις εγχειρήσεις των αγαπημένων τους ή να γίνονται μάρτυρες των επεμβάσεων που έκαναν οι γιατροί στα σώματα των συγγενών τους. Με αυτό τον τρόπο, πίστευαν ότι η εγχείρηση ή η επέμβαση θα πήγαινε καλά και πως η παρουσία αγαπημένων προσώπων έφερνε τύχη.
Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του Haruki.
"Θα ήθελες;" Στράφηκε στην αδερφή του. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
Ο γιατρός τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν βάζοντας ξανά την μάσκα στο πρόσωπο του.
Η μυρωδιά του νοσοκομείου τρυπούσε τα ρουθούνια της Ichika καθώς προχωρούσαν. Ποτέ δεν της άρεσαν τα νοσοκομεία και οι γιατροί, καθώς τα είχε συνδέσει με άσχημα γεγονότα. Όντας ένα παιδί που αρρώσταινε αρκετά συχνά, βρισκόταν πάντα σε τέτοια μέρη. Μεγαλώνοντας, η περιέργεια της ήταν αρκετά δυνατή έτσι ώστε να την οδηγεί σε γιατρούς μια φορά κάθε δύο εβδομάδες. Το σώμα της ήταν γεμάτο ράμματα και σημάδια που της θύμιζαν πόσο ζωηρή υπήρξε.
Είχε περίπου τρία χρόνια να επισκευθεί ένα νοσοκομείο, ή έστω έναν γιατρό. Είχε ξεχάσει, σχεδόν, την αίσθηση.
YOU ARE READING
Extramundane || 超自然的
RandomΚανείς δεν θα ήθελε να έχει την ικανότητα με την οποία γεννήθηκε η Ichika. Η ίδια, την ανακαλύπτει στα δεκαεπτά της χρόνια, όταν ένα αναπάντεχο περιστατικό την φέρνει αντιμέτωπη με την ωμή αλήθεια.