12

4 1 0
                                    

Για λίγο, η ησυχία απλώθηκε. Ο Haruto είχε ήδη βγει από την πόρτα του διαμερίσματος και περίμενε τον Junichiro με την Ichika να κάνουν το ίδιο.
"Ποιο είναι το πρόβλημα σου;" Η φωνή του Junichiro ακούστηκε σαν πιάτο που έπεφτε και έσπαγε στο πάτωμα.
Ο Haruto δεν μίλησε, παρά μόνο επέμεινε να τους κοιτάζει, περιμένοντας τους να βγούνε από το διαμέρισμα.
"Junichiro, απλά πάμε." Ακούστηκε η τρομαγμένη φωνή της Ichika.
"Δεν πάμε πουθενά αν αυτό το άθλιο υποκείμενο δεν μου ζητήσει συγγνώμη!" Ο δαίμονας έτριξε τα δόντια του.
"Δεν είναι ώρα για αυτό, σε παρακαλώ πάμε!" Επέμεινε η κοπέλα.
"Άφησε τον, Ichika." Είπε αργόσυρτα ο άγγελος. "Θα του εξηγήσω για ποιον λόγο του επιτέθηκα." Πρόσθεσε.
Κάτι σαν αστραπή έκανε την θνητή κοπέλα να κλείσει τα μάτια της. Όταν τα άνοιξε ξανά είδε, τρομαγμένη πως είχε μεταφερθεί σε κάποιο άλλο μέρος.
Ο Haruto και ο Junichiro βρίσκονταν στην μέση μιας μεγάλης έκτασης που έμοιαζε περισσότερο με αρένα.
Ένα μεγάλο, ασημένιο σπαθί γυάλιζε στο χέρι του αγγέλου, ενώ ένα μαύρο στο χέρι του δαίμονα.
Η Ichika παρακολουθούσε έκπληκτη τον Haruto να πετάει στον αέρα και να επιτίθεται στον Junichiro.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να ουρλιάξει ή όχι. Άρχισε να κοιτάζει αγχωμένη τον χώρο γύρω της και το μόνο που έβλεπε ήταν τεράστιες αχανείς εκτάσεις.
Ο μεταλλικός θόρυβος των σπαθιών και τα ουρλιαχτά των πλασμάτων τρυπούσαν τα αφτιά της με τον πιο ενοχλητικό τρόπο.

Στο μεταξύ, η οργή του Haruto φαινόταν ξεκάθαρα στις κινήσεις του.
Έπεσε με ορμή πάνω στον αντίζηλό του, γρυλίζοντας.
"Μάθε να παίζεις δίκαια!" Φώναξε και έριξε με ορμή το σπαθί του πάνω σε αυτό του Junichiro. Από την άλλη, ο δεύτερος, έδειχνε υπερβολικά ψύχραιμος για κάποιον που δεχόταν σφοδρή επίθεση.
"Κάνεις σαν μικρό παιδί!" Γέλασε και απέκρουσε με μαεστρία την επίθεση του αγγέλου.
"Όλα θα ήταν πιο εύκολα αν απλώς ακολουθούσες τους κανόνες!" Γρύλησε ο δεύτερος.
Ο Junichiro γέλασε με την καρδιά του.
"Απλά ξέρεις ότι και αυτή τη φορά θα-" μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει, η απελπισμένη κραυγή της Ichika ακούστηκε από μακριά.
"Τι στο καλό;!" Φώναξε, κάνοντας τα δύο πλάσματα να γυρίσουν απότομα να την κοιτάξουν.
"Μεταφέραμε και αυτή, ηλίθιε!" Έτριξε τα δόντια του ο δαίμονας.
Ο Haruto μουρμούρησε κάτι που κανείς δεν κατάλαβε και ύστερα χτύπησε τα δάχτυλα του μεταξύ τους.

Η κουζίνα ήταν μισοσκότεινη εκείνο το πρωί. Το Τόκυο είχε ήδη ξυπνήσει και η Maiva είχε ήδη φύγει για την δουλειά. Δούλευε σε ένα νοσοκομείο, στην νότια πλευρά του Τόκυο. Ο Haruki έμενε σε ένα διαμέρισμα στο Σιντζούκου, όμως για την ώρα είχε εγκατασταθεί με την μητέρα και την αδερφή του στο πατρικό του.
Η Ichika μπορούσε να τον άκουσε να ροχαλίζει ελαφρά στο πάνω πάτωμα.
Κάθισε στο τραπέζι, χωρίς να ανάψει το φως της κουζίνας, απολαμβάνοντας την συννεφιά που αγκάλιαζε το Τόκυο.
Το ρολόι της υπενθύμισε πως έπρεπε να βιαστεί, όμως εκείνη κάθισε εκεί, με το βλέμμα να κοιτάζει σταθερά στην πόρτα.
Το πρωινό της στο τραπέζι κρύωνε όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα.
"Έλα, μπαμπά. Άνοιξε την πόρτα, φέρε μου γλυκά." Είπε μέσα απ' τα δόντια της, ελπίζοντας πως ο Taru θα άνοιγε την πόρτα εκείνη την στιγμή. "Φέρε μου γλυκά! Όπως κάθε πρωί!" Ο τόνος της φωνής της δυνάμωσε. "Σε παρακαλώ!" Φώναξε στην συνέχεια.
Και η πόρτα άνοιξε.
Για λίγο, η καρδιά της Ichika σταμάτησε να χτυπάει. Όλα άρχισαν να κινούνται σε αργή κίνηση.
"Μπαμπά;" Είπε με κομμένη την ανάσα.
Δύο αδύνατες σιλουέτες γλίστρησαν μέσα στο δωμάτιο και της χαμογέλασαν.
"Α." Ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει η κοπέλα. Σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια της και σηκώθηκε απότομα από την θέση της, αρπάζοντας την σχολική της τσάντα.
"Σου έφερα πρωινό.." ανακοίνωσε σιγανά ο Junichiro, μα η κοπέλα τον προσπέρασε και βγήκε από το διαμέρισμα.
"Ichika." Η ζεστή φωνή του Haruto την έκανε να γυρίσει να τους κοιτάξει.
Στάθηκε στον διάδρομο χωρίς να μιλάει ή να κουνιέται.
"Τι;" Ήταν το μόνο που είπε.
"Τίποτα.." ο Haruto έσκυψε το κεφάλι, αφήνοντας την να φύγει.

Extramundane || 超自然的Donde viven las historias. Descúbrelo ahora