2

27 5 0
                                    

Τα ροζ πέταλα που έπεφταν από τις κερασιές κολλούσαν πάνω στα μαύρα ρούχα των ανθρώπων που είχαν μαζευτεί για να τιμήσουν την μνήμη του Taru Ishihara.
Τα αδέρφια του, η γυναίκα του, ο γιος του και πολλοί φίλοι του, κάθονταν με τα κεφάλια χαμηλωμένα και θρηνούσαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Η Ichika καθόταν λίγο πιο μακριά από όλους και κοίταζε με κενό βλέμμα το σκεπασμένο σώμα του πατέρα της, που ήταν έτοιμο να αποτεφρωθεί. Ήταν τυλιγμένος με ένα λευκό σεντόνι και ακουμπισμένος πάνω σε έναν μεγάλο σωρό από ξύλα που είχαν τοποθετηθεί κατάλληλα για να μοιάζουν με ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι.
Τα χέρια της ήταν γεμάτα γρατσουνιές και πληγές από μια άνιση μάχη που είχε με τον εαυτό της κατά την διάρκεια μιας κρίσεως θλίψης που είχε λίγες ώρες πριν στο νοσοκομείο.
Θυμόταν αμυδρά τον εαυτό της να ξεσπάει, να μην ανασαίνει, να χτυπάει έναν λευκό τοίχο γεμάτο πτυχία ιατρικής και να τρέχει έξω από το νοσοκομείο σκίζοντας το λευκό πουκάμισο που αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής της στολής.
Με την άκρη του ματιού της είδε τους δύο εκείνους άντρες που είχαν αποφασίσει για την μοίρα του πατέρα της. Δεν μπορούσε να δει πουθενά τα φτερά τους, αλλά ήταν σίγουρη πως ήταν εκείνοι.
Γύρισε το κεφάλι της προς την κατεύθυνση τους και τα βλέμματα τους κλείδωσαν.
Κάτι της έλεγε πως αυτό δεν ήταν καλός οιωνός αλλά, με αργά βήματα, άρχισε να τους πλησιάζει. Εκείνοι εξαφανίστηκαν ξαφνικά.
Έσφιξε τα χέρια της σχηματίζοντας δύο απειλητικές γροθιές και επέστρεψε στην θέση από την οποία παρακολουθούσε την κηδεία του πατέρα της.
Άρχισε να σκέφτεται πως τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο τώρα. Το σπίτι τους θα ήταν σκοτεινό και γεμάτο θλίψη. Δεν θα το άντεχε.
"Ichika..." Κατάλαβε πως ο Haruki στεκόταν τώρα δίπλα της και της μιλούσε. Ένα δάκρυ αποπειράθηκε να κυλήσει στο μάγουλο της μα το σκούπισε βιαστικά.
"Πες μου." Γύρισε και κοίταξε τον μεγάλο της αδερφό.
"Πώς είσαι;" Την ρώτησε εκείνος ενω ταυτόχρονα το χέρι του χάιδεψε τον ώμο της.
"Τι είδους ερώτηση είναι αυτή;" Το βλέμμα της σταθεροποιήθηκε πάνω στην τραγική φιγούρα της μητέρας της. Τα τακούνια της είχαν βυθιστεί στο χώμα και τα χέρια της ήταν σταυρωμένα πάνω στο στήθος της. Φώναζε το όνομα του άντρα της όσο πιο δυνατά μπορούσε και έμοιαζε σαν να είχε ακόμα ελπίδες πως ο Taru θα ξυπνούσε. Μερικοί συγγενείς προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν χωρίς επιτυχία.
Η Ichika αναστέναξε απελπισμένα, πέρασε τα δάχτυλα της στα μαλλιά της και για λίγο έμεινε να κοιτάζει τα παπούτσια της.
"Το καταλαβαίνω αυτό..." Ο Haruki κοίταξε κι εκείνος την μητέρα του. Ένιωθε λες και ένα τεράστιο κενό είχε ανοίξει στο στήθος του. Χαμήλωσε το βλέμμα του και έπλεξε τα δάχτυλα του με τα δάχτυλα της αδερφής του.
Έμειναν έτσι για λίγο, σιωπηλοί.
"Δεν ξέρω πόσο καιρό θα πάρει για να επανέλθουμε πάλι." Είπε εκείνος.
Η Ichika κοίταξε γύρω της. Τα πάντα ήταν σκοτεινά, αφού στον ουρανό είχαν μαζευτεί απειλητικά σύννεφα.
"Δεν ξέρω καν αν θα επανέλθουμε, Haruki." Τα μάτια της βούρκωσαν για λίγο, μα έδιωξε τα δάκρυα με την ράχη του χεριού της.
Άφησε το χέρι του αδερφού της και άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο του νεκροταφείου.
Ένας δυνατός αέρας την γέμισε με πέταλα από τις κερασιές που στόλιζαν τον δρόμο έξω από το κοιμητήριο.
Της φάνηκε πως είδε ξανά τους δύο άντρες, μα τα μαλλιά της, που χόρευαν στους ρυθμούς του αέρα, δεν την άφησαν να δει καθαρά.
"Εϊ!" Φώναξε με όλη της την δύναμη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να παραμερίσει τα μαλλιά της.
Οι δύο άντρες την κοίταζαν μέσα από έναν χαμό από ροζ λουλούδια και σκόνη.
"Θεέ μου..." Μουρμούρησε στον εαυτό της. Προσπάθησε να πάει προς το μέρος τους, μα ο άνεμος δυνάμωσε κι άλλο, λες και συνωμοτούσε μαζί τους.
Τελικά τα παράτησε και βάλθηκε να τους κοιτάζει από μια απόσταση.
Της φάνηκε πως τα μάτια τους γυάλιζαν, ενώ τα μαλλιά του ενός ήταν πιασμένα σε μια ολόλευκη μακριά κοτσίδα. Από την άλλη, τα μαλλιά του δεύτερου ήταν ελεύθερα και σκέπαζαν ένα μικρό μέρος του προσώπου του.
Τα δικά της μαλλιά συνέχιζαν να την εμποδίζουν και αναγκάστηκε να τα βάλει βιαστικά πίσω από τα αφτιά της.

Extramundane || 超自然的Where stories live. Discover now