Κεφάλαιο 2

83 7 9
                                    

   Καθ' όλη τη διαδρομή προς το πανεπιστήμιο,ένα τεράστιο κύμα από πεταλούδες κυριαρχούσε στο στομάχι μου,όχι από χαρά,αλλά από αγωνία για το τι μπορεί να συμβεί από δω και στο εξής. Μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας μου να με έχει στην αγκαλιά του,να μου χαϊδεύει τα μαλλιά,και να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά...Αυτό θα με βοηθούσε πολύ.Μα τώρα πια δεν είναι εδώ.Για να ξεχαστώ από αυτά που με βασανίζουν,βγάζω από το σακίδιό μου το αγαπημένο μου βιβλίο "Ρωμαίος και η Ιουλιέτα",βάζω τα ακουστικά μου στο κινητό μου να παίζουν την αγαπημένη μου μου μουσική,αρχίζω να διαβάζω το βιβλίο και χάνομαι μέσα στην ιστορία.Όσες φορές και να διαβάζω αυτό το βιβλίο,ακόμα θεωρώ απίστευτο,το πόσο ερωτευμένοι μπορεί να είναι δύο άνθρωποι,ώστε ακόμη και ο ίδιος ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει μακρυά τον έναν από τον άλλον.

   Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα  του βιβλίου,καταλαβαίνω πως είμαστε ένα μέτρο μακρυά από την Πανεπιστημιούπολη.Μόλις φτάνουμε στο πάρκινγκ του πανεπιστημίου,αντικρίζω το μεγάλο πέτρινο κτήριο,με κεραμιδένια στέγη.Ήταν ακριβώς όπως στην επίσημη σελίδα του κολεγίου.Στην κεντρική αυλή του κολεγίου,φοιτητές κάθονται οκλαδόν στην αυλή, συζητάνε και γελάνε.Από την άλλη,πρωτοετείς συζητούν με τους γονείς τους και άλλοι τους αποχαιρετούν αγκαλιάζοντάς τους.Μόλις η μητέρα μου παρκάρει,βγαίνουμε έξω από το αμάξι.Αφού παίρνουμε εγώ και η μητέρα μου από μια κούτα η κάθε μία,εισερχόμαστε στο κεντρικό χώρο του κτηρίου με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά,έτοιμη να βγει από το στήθος μου.Όταν η μητέρα μου πήγε να πιάσει θέση στην ουρά για τη γραμματεία,παρατήρησα τον χώρο.Στις σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο,βρισκόταν κρεμασμένο ένα πανό με το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα του λογοτύπου του κολεγίου και με γραμμένη πάνω αναφερόμενη στους πρωτοετείς φοιτητές πρόταση "Καλώς ήρθατε Πρωτοετείς".Αυτό μείωσε το άγχος μου,αλλά όχι αρκετά ώστε να αποδεχτώ το γεγονός ότι επιτέλους βρίσκομαι εδώ και το χειρότερο πως δεν ξέρω κανέναν.

   Παρατηρώντας κι άλλο τον χώρο,άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει το όνομά μου και στράφηκα να την κοιτάξω να έχει ήδη φτάσει κάτω από το κατώφλι της πόρτας που οδηγούσε στη γραμματεία.Της έκανα νόημα πως έρχομαι και κατευθύνθηκα σε εκείνη.Πριν περάσουμε το κατώφλι της πόρτας,το άγχος μου επανήλθε και προσπαθούσα να διώξω όποια αρνητική σκέψη είχα στο μυαλό μου,ακόμη και τη σκέψη για διαφυγή.

   "Και αν δεν μπορέσω να κάνω φίλους; Αν δεν μπορέσω να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις των μαθημάτων του κολεγίου; Αν δεν καταφέρω να αποφοιτήσω;"

Ποτέ μη λες Ποτέ!حيث تعيش القصص. اكتشف الآن