13. ΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ

80 13 19
                                    

Κάρτερ

Όλη νύχτα στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου. Η μυρωδιά της Ορόρα ήταν τόσο έντονη όσο η απουσία της. Το στήθος μου είχε κατακλυστεί από τσιμπήματα ενοχής για τον τρόπο που της φέρθηκα, ενώ δεν άντεχα να την νιώθω με όλες μου τις αισθήσεις, εκτός από την όραση. Κάθε φορά που γυρνούσα στην μεριά της και την αντίκριζα άδεια τα μάτια μου βούρκωναν και δάκρυα πότιζαν τα σεντόνια μας.

Πώς γινόταν να την αγαπώ και να μην έχω το ψυχικό σθένος να της το δείξω; Πώς ήταν δυνατόν να είναι όλος μου ο κόσμος, αλλά να χαροποιούσα μόνο αυτόν σε βάρος της; Γιατί δεν μπορούσα να την κάνω να γελάσει ξανά με τον τρόπο που την διασκέδασε αυτός ο Ενρίκε; Ήμουν συναισθηματικά ανώριμος ή απλώς πολύ λιγότερος της; Κάποτε η Κέιζα με είχε προειδοποιήσει πως η Ορόρα θα καταλάβαινε την ανωτερότητα της και θα με εγκατέλειπε. Και τώρα επιβεβαίωνα την ανεπάρκεια μου αφήνοντας την να απομακρυνθεί. Η ειρωνεία ήταν απερίγραπτη!

Οι σκέψεις ήταν ατελείωτες σε αντίθεση με την νύχτα. Εκείνη κύλησε πιο γρήγορα και από ποτάμι και κάποια στιγμή είδα τις ακτίνες του ανερχόμενου ήλιου να μπαίνουν σαν τους κλέφτες στο δωμάτιο μέσα από τα κενά των εξώφυλλων. Δεν υπήρχε λόγος να μείνω στο κρεβάτι μέχρι την ώρα που έπρεπε να φύγω για δουλειά, οπότε σηκώθηκα, έκανα ένα καυτό μπάνιο μήπως χαλάρωνα και αφού ντύθηκα κατέβηκα στο σαλόνι.

Εκεί δεν έκανα κάτι εποικοδομητικό. Ουσιαστικά πέρασα από το ένα έπιπλο στο άλλο και βούλιαξα στον καναπέ για να φιλοξενήσει αυτός τους αναστεναγμούς μου.

Η ώρα πέρασε εξίσου γρήγορα και όταν ήρθε η Καταλίνα σπίτι για να πιάσει δουλειά, αποφάσισα να σταματήσω να φέρομαι σαν άρρωστος. Δεν ήθελα να την στενοχωρήσω κιόλας βλέποντας με αποκαρδιωμένο. Άσε που αν της έλεγα την αιτία της μελαγχολικής μου διάθεσης θα με κατσάδιαζε -όχι ότι δεν το άξιζα- και δεν είχα καθόλου αντοχές.

«Καλημέρα αγόρι μου. Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς;»

«Είχα να κοιτάξω κάτι έγγραφα για την αστυνομία», είπα ψέματα.

«Αχ παιδί μου! Σε έχει φάει η δουλειά κι έχεις αφήσει το κορίτσι μας να μαραζώνει. Χθες όλη μέρα καθόταν σαν άψυχο άγαλμα στον καναπέ κι όταν ήρθαν τα ξαδέρφια σας έκλαιγε με λυγμούς. Της έλειψαν είπε, αλλά εγώ κατάλαβα ότι βρήκε ευκαιρία να ξεσπάσει».

Καλύτερα να της έλεγα την αλήθεια και να με κατσάδιαζε. Θα πονούσα λιγότερο από το να γνωρίζω ότι μερικές ώρες αφότου η Ορόρα σπάραζε εξαιτίας μου, εγώ παραλίγο να την κακοποιήσω.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ VIOù les histoires vivent. Découvrez maintenant