7. ΙΑΝ

95 12 8
                                    


Το σώμα του Ντέμιεν ήταν χυμένο στο κρεβάτι του και το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό. Είχε να ανέβει στην Μόιρα τέσσερις μέρες και δεν του άρεσε να μαθαίνει νέα της Ορόρα μόνο μέσα από τον καθρέφτη. Μπορούσε να αντέξει την ασταμάτητη γκρίνια του παιδιού της και την ιδέα ότι την άγγιζε κάποιος άλλος, μα τον αρρώσταινε να είναι τόσο κοντά της και ταυτόχρονα τόσο μακριά της. Αυτή η γυναίκα του είχε γίνει έμμονη ιδέα κι όχι με τον τρόπο που θα άρμοζε σε έναν θανάσιμο εχθρό.

Όταν την αντίκρισε για πρώτη φορά από κοντά, σε εκείνη την μικρή κοινότητα που είχε γεννηθεί το άψυχο κουφάρι του, εντυπωσιάστηκε από την ζεστασιά που εξέπεμπαν τα μάτια της ακόμα και όταν αισθανόταν ότι απειλούταν. Η ψυχή της Ορόρα δεν ήταν διεφθαρμένη, σαν την δική του και τις πιο δύσκολες στιγμές η αγνότητα έλαμπε στην αύρα της. Όταν την αιχμαλώτισε και για λίγο γεύτηκε ό,τι χαιρόταν ο αναθεματισμένος Κάρτερ, έπιασε τον εαυτό του να αρέσκεται στα χάδια της και τα φιλιά της. Για τρία χρόνια η Ισαβέλλα είχε γίνει η πιο συνηθισμένη του ερωμένη για να μπορεί να εκπληρώνει στην φαντασία του ό,τι δεν κατάφερε εκείνη την ημέρα. Κι όταν τελικά την είχε στο βασίλειο του, η αυτοκυριαρχία του άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να τον ελκύει η γυναίκα που τον ήθελε νεκρό. Θα έπρεπε να τον αποκρούει και μόνο το άκουσμα του ονόματος της. Αυτή όμως η αντιπαλότητα τους και η φύση της Ορόρα τον είχε φέρει σε μια αρρωστημένη κατάσταση. Του άρεσε να την πληγώνει με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά αν ποτέ ριχνόταν στο κρεβάτι του, θα ξεχνούσε την κόντρα τους. Όσα της είπε για εκεχειρία προτού εισβάλλει ο Κάρτερ στον Κάτω Κόσμο, ήταν πέρα για πέρα αληθινά και το ξόρκι του χρόνου ήταν η έσχατη λύση σε περίπτωση που ο πραγματικός του αντίπαλος πετύχαινε τον σκοπό του.

Τώρα καθόταν και σκεφτόταν ποιος είχε χάσει πραγματικά κι έβλεπε και τον εαυτό του στην λίστα των ηττημένων. Σαφώς δεν συγκρινόταν με τα νταμπίρ και τον υπόκοσμο, όμως είχε χάσει το προβάδισμα του στον σαδισμό, γιατί κανείς δεν ήξερε ότι υπέφερε εξαιτίας του. Η Ορόρα δεν γνώριζε ότι πίσω από την καταπίεση της κρυβόταν η αρρωστημένη του ικανοποίηση να την βλέπει απεγνωσμένη. Και φυσικά δεν φανταζόταν ότι η αλλόκοτη ψυχολογία του έκρυβε έναν ευσεβή πόθο για το πρόσωπο της. Σίγουρα δεν επρόκειτο για έρωτα, γιατί το πάθος έβρισκε τροφή στην σκέψη της να υποφέρει. Ωστόσο, δεν του ήταν και μια αδιάφορη ύπαρξη. Κι αν η δική της ψυχοσύνθεση ήταν τόσο εύθραυστη όσο φοβόταν η Ορόρα και του δινόταν πράγματι ολοκληρωτικά, τότε θα γίνονταν οι σύγχρονοι Άδης και Περσεφόνη.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ VIDove le storie prendono vita. Scoprilo ora