30. ΑΟΡΑΤΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ

86 13 14
                                    

Ορόρα

Κατεβαίναμε στο νεκροτομείο και ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου. Κανείς δεν πρέπει να ήταν ευδιάθετος όταν επισκεπτόταν έναν τέτοιο χώρο, πόσο μάλλον όταν επρόκειτο να αντικρίσει αγαπημένα του πρόσωπα. Παράλληλα, ο διάδρομος που διέσχιζα ανάμεσα στον πατέρα μου και τον Κέλλαν μου ξύπνησε έντονες αναμνήσεις από την νύχτα που έγινα μητέρα.

Ο πατέρας μου αισθανόταν την ταραχή μου από τον τρόπο που τρεμόπαιζαν τα χείλη μου και την όλη ένταση που περιέβαλε το σώμα μου. Όταν μου έριχνε πλάγια βλέμματα, προσπαθούσα να παριστάνω την άνετη, αλλά δεν το πετύχαινα ιδιαίτερα. Η κάθε μου ενέργεια επιβεβαίωνε τις καχυποψίες του και ποιος ξέρει πού θα μας οδηγούσε όλο αυτό.

Φτάνοντας στο δωμάτιο που φυλάσσονταν η Τατιάνα με την Εριέττα, οι φρουροί που μας συνόδευαν έμειναν στον διάδρομο και εμείς περιμέναμε την Σάρα. Στο μεταξύ, ο πατέρας μου πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει τα ψυγεία των πεσόντων γυναικών. Μόλις τις είδα καλυμμένες με ένα λευκό σεντόνι και μύρισα τον θάνατο να ξεχύνεται στην ατμόσφαιρα, έστρεψα το βλέμμα μου αλλού.

«Πιθανόν να αλληλοσκοτώθηκαν», εξωτερίκευσε ο πατέρας μου τις σκέψεις του.

«Γιατί το λες αυτό;», ρώτησε ο Κέλλαν.

«Γιατί οι δαίμονες είναι απαίσια όντα κι ούτε οι αιμοδιψείς βρικόλακες δεν θα τους ανέχονταν».

Ο Κέλλαν προσποιήθηκε ότι έβρισκε λογική στην θεωρία του κι εγώ εξακολουθούσα να μην μπορώ να κοιτάξω τις κυρίες μου, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον πατέρα μου.

Αφήνοντας τα ψυγεία ανοιχτά, άρχισε να βηματίζει προς εμένα σαν θηρίο που πλησίαζε το θύμα του. Στην συνέχεια, έκανε έναν κύκλο γύρω μου για να μείνει ακίνητος από πίσω μου. Πλέον δεν μου έδινε το περιθώριο να περιεργάζομαι τον χώρο, αλλά να κοιτάζω ευθεία μπροστά. Ωστόσο, δεν συγκεντρώθηκα στα άψυχα σώματα των γυναικών.

«Προσπαθώ να καταλάβω γιατί ο θάνατος μιας δαιμόνισσας και μιας βαμπιρίνας θα προκαλούσε τόση θλίψη στην κόρη μου, την μέλλουσα βασίλισσα των νταμπίρ».

«Ο θάνατος είναι κάτι φριχτό», απάντησα όσο πιο διπλωματικά γινόταν.

Από το ελαφρύ αεράκι που ένιωσα να αγγίζει τον σβέρκο μου κατάλαβα ότι κατεύναζε, αλλά σίγουρα όχι επειδή συμφωνούσε.

«Η συμπόνια σου δεν θα έπρεπε να αγγίζει τους εχθρούς μας».

Ήθελα να ουρλιάξω ότι δεν ήταν εχθροί μας. Αυτές οι γυναίκες ήταν σύμμαχοι μας, οι προστάτες του εγγονού του, της νέας γενιάς Σάντος - Μάρεϊ. Τα λόγια βρίσκονταν στην άκρη της γλώσσας μου και με πολύ κόπο κράτησα το στόμα μου κλειστό και δεν εξομολογήθηκα σημεία και τέρατα.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ VIDonde viven las historias. Descúbrelo ahora