Ο Αχιλλέας, όταν δεν ήταν μαζί του στο σχολείο (στο διάλειμμα τις τρίτης ώρας ή/και της τελευταίας ανάλογα), ήταν με τους φίλους της παρέας του. Ο Ζαχαρίας δεν είχε κάποιο πρόβλημα με τους φίλους του Αχιλλέα, όμως κανένας ρόλος, όσο καλά και να έπαιζε τον Ρωμαίο, δεν θα έπαυε το γεγονός ότι ο Ζαχαρίας ήταν το παιδί της τάξης που κανείς δεν του μιλούσε. Αυτό που έπαυσε ήταν η μάχη μέσα του: Δεν είχε κάποια διαφορά με τα υπόλοιπα παιδιά -απλά δεν βρέθηκε ποτέ μπροστά στην σωστή συζήτηση, δεν τον ενδιέφεραν τα ίδια πράγματα με τα παιδιά που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ή πιο απλά, δεν 'κόλλησε' μαζί τους. Όσο και να το έκρυβε, μερικές φορές, κάτω από τις κουβέρτες του, μερικές μέρες απλά ένιωθε πιο έντονα, πάνω στο δέρμα του, να γεμίζει το μυαλό του με το ότι ήταν μόνος. Εκείνες της μέρες ρωτούσε, εκείνες τις μέρες άρχιζε η μάχη.
Γιατί; Γιατί; Γιατί ήταν μόνος;
Η μαμά του, τις πρώτες εβδομάδες που ακόμα παραπονιόταν σε αυτή, έλεγε ότι απλά ήταν ντροπαλός. Ο μπαμπάς του την μάλωνε, "Ο γιος μου δεν είναι ντροπαλός. Θα έρθουν σε εσένα οι φίλοι, μην αγχώνεσαι.".
Δεν ήρθαν οι φίλοι. Ήρθε ο Αχιλλέας και γέμισε τον κόσμο του. Ξαφνικά τα πράγματα γύρω στη ζωή του άρχισαν να σημαίνουν Αχιλλέας. Από το θέατρο, τη σοκολάτα με πορτοκάλι (την λάτρευε!!), το κουδούνι της τρίτης ώρας, τα χρώματα σε κουτάκια, τα μαύρα ψηλοκάβαλα παντελόνια. Όλα σήμαιναν ιστορίες, αναμνήσεις, Αχιλλέας.
Περίμενε έξω από μια αίθουσα για να χτυπήσει το κουδούνι για μάθημα και μουρμούριζε κάτω από την αναπνοή του τα λόγια από έναν μονόλογο του. Η κ. Ανθή έκανε μια εξαιρετική επιλογή με τον Ζαχαρίας ως Ρωμαίο, γιατί είχε πολύ ελεύθερο χρόνο μέσα στη μέρα και χαιρόταν που την γέμιζε με κάτι αποδοτικό όπως να μαθαίνει τα λόγια του.
Τα μάτια του είχαν εστιάσει σε ένα σημείο στο πάτωμα δίπλα από τα παπούτσια του. Μια σκιά κάλυψε το φως που ερχόταν πάνω του μέσα από το απέναντι παράθυρο. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε τα γνωστά μάτια του Αχιλλέα να γυαλίζουν με ένα χαμόγελο, το οποίο μεταδόθηκε κατευθείαν στα χείλη του.
"Γεια," είπε με μια μικρή απορία χωρίς όμως το χαμόγελο να φεύγει από τα χείλη του. Ο Αχιλλέας στεκόταν μόνο μερικά εκατοστά μακριά του και ο Ζαχαρίας σήκωσε το χέρι του για να τον πιάσει. Η κίνηση του βγήκε αυθόρμητα, σαν συνήθεια των μυών του. Του άρεσε να τον ακουμπάει. Ο Αχιλλέας ήταν πάντα πάντα ζεστός και στις κρύες μέρες του Φεβρουαρίου, παρείχε το τέλειο κινούμενο καλοριφέρ. Έφερνε τα πόδια πάνω από τα δικά του όταν καθόταν στα καθίσματα της αίθουσας εκδηλώσεων, ένωνε τα χέρια τους μέσα σε κάποια από τις τσέπες τους όταν περίμεναν το λεωφορείο, έπεφτε πάνω στο στέρνο του όταν έμεναν τελευταίοι στην πρόβα. Ο Αχιλλέας είχε συνηθίσει τόσο που μερικές φορές τον πλησίαζε για να φέρει τον Ζαχαρία πάνω του. Έκλεβαν και οι δύο από το προτέρημα τους, από την ελευθερία που είχαν μεταξύ τους και από αυτό που τους ένωνε: μπορούσαν να πλησιάσουν και να ακουμπήσουν. Πάντα όταν δεν ήταν κανείς γύρω ή ήξεραν ότι ήταν καλά κρυμμένοι.
Ο Αχιλλέας όμως έκανε ένα μικρό βήμα πίσω και κοίταξε αλλού, κάνοντας την κίνησή του να παγώσει.
Ακολούθησε το βλέμμα του και είδε την παρέα του Αχιλλέα μερικά μέτρα πιο κει να τον περιμένουν στη γωνία.
"Τι έγινε;", τον ρώτησε και ήξεραν ότι δεν αναφερόταν στην απότομη κίνηση.
"Ήρθα να σου πω," άρχισε με χαμηλή φωνή και ο Ζαχαρίας είδε κόκκινο να χρωματίζει τα μάγουλα του αγοριού. Αυτό θα είχε ενδιαφέρον. "Οι γονείς μου θα φύγουν στη Θεσσαλονίκη το σαββατοκύριακο για ένα γάμο, νομίζω, και... " σταμάτησε και κατέβασε το βλέμμα του κάτω, χώνοντας βαθιά τα χέρια στις τσέπες του. Ο Ζαχαρίας κατάλαβε, αλλά το αγόρι του ήταν τρομερά χαριτωμένο προσπαθώντας να του ζητήσει αυτό που ήθελε. Δίπλωσε τα χέρια του ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο και ένα πλάγιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
"Λοιπόν;"
"Λοιπόν," επανέλαβε ο Αχιλλέας και τον κοίταξε. Το καστανό τους ήταν καθαρό. "Θέλω να έρθεις σπίτι μου," έκανε μια μικρή παύση. "Αν θέλεις, φυσικά."
Ήταν η σειρά του Ζαχαρία να κοκκινίσει. Το βλέμμα του εννοούσε αυτό ακριβώς που κατάλαβε.
"Θέλω."
"Ωραία."
"Ωραία."
Έσκυψε λίγο προς το μέρος του.
"Θα σε φιλούσα τώρα, αν μπορούσα."
"Φύγε," το κόκκινο αυξήθηκε και του έδωσε μια χαλαρή μπουνιά στο χέρι του.
Ο Αχιλλέας γέλασε ελαφρά και ο Ζαχαρίας τον είδε να απομακρύνεται. Μερικά βλέμματα απορίας στάλθηκαν προς το μέρος του από τα αγόρια της παρέας, αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία.
Πάγωσε στη θέση του, καθώς η σκηνή ξανάπαιξε στο μυαλό του και ξανάκουσε μια σκέψη του.
Το αγόρι του.
Το αγόρι του;
Ω θεοί, το αγόρι του.
ΤΟ ΑΓΌΡΙ ΤΟΥ.
Το αγόρι του;;;;;;;;;;;;;
Το αγ-
Πήρε μια μεγάλη ανάσα και κοίταξε προς τα πάνω, ακουμπώντας το κεφάλι του στον τοίχο, λιώνοντας ταυτόχρονα λίγο πάνω του. Ένα καθαρό, απαλό συναίσθημα στην αγνή του μορφή 'άνοιξε' στο στήθος του, λες και ο αέρας που εισέπνευσε καθάρισε τα πάντα μέσα του. Ήταν απελπισμένα, αδιαμφισβήτητα, αμετανόητα ερωτευμένος με τον Αχιλλέα.
YOU ARE READING
Ω Ρωμαίο, Ρωμαίο {b×b}
Teen FictionΜια ιστορία 'παίζεται' πάνω στη σκηνή του θεάτρου. Δυο αγόρια τυχαία, ανυποψίαστα και πολυ πολυ απλά ερωτεύονται.