"Εσύ, Ρωμαίο..." ο Αχιλλέας του έλεγε κάτι. Θα ορκιζόταν ότι έβλεπε τα χείλια του να κινούνται αλλά κανένας ήχος δεν έφτανε στα αυτιά του. Ίσως ήταν το μικρό βουητό από τους προβολείς που τον χτυπούσαν από τις δύο κορυφές της σκηνής. Η ματιά του στράφηκε από το βλέμμα του Αχιλλέα (που ακόμα κάτι του έλεγε) μερικά εκατοστά πάνω από τον ώμο του πίσω στα παρασκήνια. Πίσω από την κουρτίνα. Στεκόταν εκεί μερικές ώρες πριν και έβλεπε γονείς και μαθητές να γεμίζουν τον αμφιθέατρο του σχολείου. Η σκηνή έπαιξε σαν ταινία στο μυαλό του.
Όταν ήταν οκτώ, η μητέρα του τον είχε γράψει σε μια παιδική χορωδία. Αυτό που κυρίως θυμάται ο Ζαχαρίας είναι ότι ήταν κοντά στο σπίτι του και πήγαινε με το ποδήλατο. Θυμάται και ότι είχε κάνει μερικούς φίλους εκεί. Πέρα από αυτό, όχι πολλά. Α ναι, και ότι την ημέρα της εκδήλωσης, πρέπει να ήταν Χριστουγεννιάτικη δεξίωση με όλους τους γονείς καλεσμένους, ο οκτάχρονος Ζαχαρίας είχε κλάψει από το άγχος του να ανεβεί στη σκηνή. Είχε κάψει τόσο δυνατά που οι γονείς του μπόρεσαν να τον αναγνωρίσουν από τα κόκκινα πρησμένα μάτια του ανάμεσα στα άλλα παιδιά μέτρα μακριά πάνω στη σκηνή. Ο πατέρας του τον μάλωσε άγρια καθ'όλη τη διαρκεια της διαδρομής στο σπίτι και όταν φτάσαν σε αυτό. Το μικρό αγόρι συνέχιζε το κλάμα του σιωπηλά. Το δεύτερο κλάμα το θυμάται περισσότερο.
Η μόνη σκέψη στο μυαλό του, εκείνη τη στιγμή, που έβλεπε πίσω από την κουρτίνα, τον κόσμο να γεμίζει το αμφιθέατρο του σχολείου ήταν εκείνο το κλάμα.
"Ει," τον έσπρωξε ο Αχιλλέας και ο Ζαχαρίας γύρισε. Φορούσε το πλήρες κοστούμι του. Οι μαύρες πλέον μπούκλες του πρόσθεταν στη τρομακτική και γοητευτική αύρα 'κακού' που εξέδιδε σε συνδυασμό με τα μαύρα ρούχα και την κόκκινη μάσκα και κάπα του. "Κομπλέ;"
Ο Ζαχαρίας του χαμογέλασε.
"Είσαι πανέμορφος." Τον ενημέρωσε και έφερε τα χέρα του γύρω από τη μέση του, φέρνοντας το σώμα του πάνω στο δικό του. "Σου πάει απίστευτα το θέατρο."
"Χμμ..." τον έσφιξε. "Αν είχες βάλει και εσύ την κάπα σου και τελείωνες με το μεικ-απ των ματιών σου, μπορεί να έλεγα το ίδιο."
Ο Ζαχαρίας στροβίλισε τα μάτια του και χτύπησε τη γλώσσα στα δόντια του, αλλά σφίχτηκε στην αγκαλιά του.
Ξαφνικά έγινε ησυχία. Ο Αχιλλέας είχε σταματήσει να μιλάει και τον κοιτούσε με τον χέρι και το ψεύτικο σπαθί του. Το σπαθί εναντίον του. Η μάχη του Τιβάλδου με τον Ρωμαίο. Σωστά. Σήκωσε το σπαθί του. Και χόρεψαν.
YOU ARE READING
Ω Ρωμαίο, Ρωμαίο {b×b}
Teen FictionΜια ιστορία 'παίζεται' πάνω στη σκηνή του θεάτρου. Δυο αγόρια τυχαία, ανυποψίαστα και πολυ πολυ απλά ερωτεύονται.