Κεφάλαιο 2

48 2 0
                                    

Έκανε κρύο και ο Τζεϊσον φοβόταν, το ένιωθε να έρχεται πιο κοντά του. Είχε σκοτάδι. Άρχισε να τρέχει, χωρίς όμως αποτέλεσμα αφού δεν ήξερε τον δρόμο. Δεν θα τα κατάφερνε. Τότε άκουσε μια διαπεραστική κραυγή, δεν γύρισε πίσω όμως, δεν μπορούσε, έπρεπε να προλάβει. Άρχισε να ιδρώνει, άρχισε να χάνει την ανάσα του. Δεν θα προλάβει. Τότε τα είδε, τα σκαλοπάτια. Αμέσως πήγε προς τα εκεί όμως σκόνταψε σε κάτι που έμοιαζε με κλαδί. Έβαλε τα χέρια του μπροστά όμως δεν απέφυγε το χτύπημα. Το χώμα του έγδαρε τα χέρια καθώς γύρισε ο αστραγάλος του. Έβγαλε μια κραυγή αγανάκτησης, όχι όμως επειδή έπεσε αλλά επειδή ήξερε ότι δεν είχε χρόνο. Κατάφερε να σηκωθεί όμως το ένιωθε πιο κοντά του. Τώρα ήταν δίπλα του. Δεν ήθελε να γυρίσει. Η μάλλον φοβόταν πολύ για να το κάνει. Δεν τα κατάφερα, σκέφτηκε. Άκουσε το χαρακτηριστικό σφύριγμα και γύρισε πίσω του για να το αντίκρισει.
"Τζεϊσον"
"Πως;"
Ο Τζεϊσον τιναχτηκε από το κρεβάτι του μόνο για να αντίκρισει την Τζούλια από πάνω του. Είχε ίδρωσει. Έξω είχε φως. Δεν κατάλαβε τι ώρα ήταν αλλά θα είχε κοιμηθεί αρκετά.
"Τι όνειρο έβλεπες; Έπρεπε να σε βγάλω βίντεο να δεις πως έκανες."
Δεν της απάντησε. Προσπάθησε να θυμηθεί. Μπορεί να πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα όμως δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Θυμόταν μόνο αμυδρά. Έτρεχε. Από τι όμως;
"Η μαμά μου είπε να σε ξυπνήσω, έλα κάτω για πρωινό"
"Έρχομαι σε πέντε"της είπε.
Οι παλμοί του ήταν ακόμα ηψηλοί. Δεν ντύθηκε, έμεινε με τις πυτζάμες γιατί θα έκανε μπάνιο αφού ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και ο κήπος είχε σκεπαστεί από ένα άσπρο πέπλο. Είχε χιονίσει και τα σύννεφα έδειχναν ότι δεν θα σταματήσει.
Κατέβηκε κάτω πήρε λίγες τηγανήτες, έβαλε λίγο συρόπι και τις καταβροχθησε. Πεινούσε πολύ. Από ότι φαίνεται ήταν ο τελευταίος που ξύπνησε. Η γονείς του δεν φαίνονταν να είναι στο σπίτι.
"Που είναι η μαμά;" ρώτησε.
"Πήγε για ψώνια. Ακούς; Ο θείος χειροτερεύει. Δεν κατάλαβα τι έχει, μου το είπε ο μπαμπάς, όμως είναι πιο σοβαρό από ότι νόμιζε και τελικά θα πάμε να τον δούμε."
"Τι έχει δηλαδή;"
"Δεν θυμάμαι σου λέω αλλά είναι σοβαρό"
"θα... τα καταφέρει; "
"Δεν ξέρω άκουσα τον μπαμπά να μιλάει στο τηλέφωνο το πρωί, φάνηκε πολύ αναστατωμενος."
"Που είναι τώρα; "
" Από ότι κατάλαβα έχει πάει για να μας κλείσει εισιτήρια. "
" Μα δεν έχουν ακυρωθεί οι πτήσεις; "
" Οι πτήσεις ναι. Τελικά θα πάμε με πλοίο. Θα χάσουμε όλες τις διακοπές μας πάνω στην θάλασσα. "
" Περίμενε τι; Θα πάμε με πλοίο τελικά;"
" Ναι δυστυχώς. Δεν θα πάμε στο Άμστερνταμ αλλά στον Ατλαντικό."
"Καλά γιατί δεν περιμένουμε να καλυτερεύσει ο καιρός και να πάμε με αεροπλάνο. "
" Στις ειδήσεις λένε πως ο καιρός αυτός θα συνεχιστεί για καμιά εβδομάδα ακόμα. Ο μπαμπάς είπε πως δεν μπορούμε να το Ρισκάρουμε. Νομίζω έχει πάει να βρει έναν φίλο του που έχει ένα ταχύπλοο να τον παρακαλέσει να ταξιδέψει μαζί μας. Αλλά ποιος άνθρωπος θα θελήσει να πάει πέρα δώθε στην Αμερική χωρίς λόγο. "
Ο Τζεϊσον άρχισε να σκέφτεται. Του πήρε λίγη ώρα να το περίεργαστει. Την υπόλοιπη εβδομάδα θα είναι στον Ατλαντικό σε μια κρουαζιέρα. Δεν ήξερε γιατί αυτό δεν άρεσε στην αδελφή του αλλά δεν τον ένοιαζε. Φυσικά στεναχωριέται για τον θείο του όμως έχει την ευκαιρία να ανέβει σε ένα από τα μεγαλύτερα πλοία και η σκέψη αυτή τον ενθουσίαζε.
"Ποτέ φεύγουμε λοιπόν;" ρώτησε.
"Που θες να ξέρω; Ρώτα τον μπαμπά όταν γυρίσει."
Πήγε αμέσως πάνω όταν τελείωσε το πρωινό και έκανε ένα ζεστό χαλαρωτικό μπάνιο.
Πάνω που είχε ηρεμίσει άκουσε από κάτω στο σπίτι τον πατέρα του να μιλάει με την Τζούλια. Ετοιμάστηκε γρήγορα και κατέβηκε να ακούσει.
" Δηλαδή θα χάσουμε τις διακοπές μας;" ρώτησε η Τζούλια.
" Δείξε λίγο σεβασμό στον θείο σου Τζούλια, καλημέρα Τζεϊσον νομίζω πως έχεις ακούσει τι θα κάνουμε τελικά."
" Ναι κάτι κατάλαβα."
" θα φύγουμε το απόγευμα πήγαινε σε παρακαλώ να ετοιμάσεις την βαλίτσα σου για να την έχεις έτοιμη από τώρα."
" Φεύγουμε το απόγευμα; Πως κατάφερες να βρεις εισιτήρια;"
" Έχω μερικά κονε όπως τα λέτε εσείς. Δεν είναι αυτό το θέμα όμως, πρέπει να είμαστε έτοιμοι το μεσημέρι. Θα πάω και εγώ να τακτοποιήσω την βαλίτσα μου και θέλω σε 2 ώρες να είστε έτοιμοι θα εξηγήσω πως θα λειτουργήσουμε στον δρόμο."
Ο Τζεϊσον πήγε στο δωμάτιο του και έβαλε πρώτα τα απαραίτητα πέταξε μέσα εσώρουχα και φανέλες, έπειτα φούτερ παντελόνια και ότι άλλο θα του χρειαζόταν. Έβαλε και ένα βιβλίο μέσα, όχι ότι θα το διάβαζε όμως για ώρα ανάγκης θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Αφού τελείωσε την βαλίτσα του σκέφτηκε να στείλει μήνυμα στον φίλο του, να του πει πως θα πάει Αμερική. Είχε ενθουσιαστεί, έχει ξαναπάει βέβαια Αμερική. Όμως ένιωθε άσχημα που ο μόνος λόγος που θα πάνε είναι για να δούνε τον θείο του. Έστειλε λοιπόν στον φίλο του και κατέβηκε κάτω. Μετά από αρκετή ώρα αφού είχε έρθει και η μάνα του σπίτι είχαν όλοι ετοιμαστεί.
" Τι ώρα φεύγουμε" ρώτησε ο Τζεϊσον.
" Ξεκινάμε σε μισή ώρα" του ανταποκριθηκε ο πατέρας του.
Βγήκαν έξω και έβαλαν όλες τις βαλίτσες μέσα στο εταιρικό βανακι του πατέρα τους. Ήταν παγωμένα έξω, αν και αυτήν την στιγμή δεν χιονίζε, ο αέρας ήταν διαπεραστικός.
Χωρίς άλλες καθυστερήσεις ξεκίνησαν για το λιμάνι. Δεν μιλούσε κάνεις και ο Τζεϊσον κοιτούσε έξω το χιόνι που σκεπάζε όλη την περιοχή. Μετά από μισή περίπου ώρα από ησυχία είπε ο πατέρας τους.
" Όταν φτάσουμε θέλω να σας πω μερικές οδηγίες πριν μπούμε. Δεν θα είμαστε στα ίδια δωμάτια γιατί δεν υπάρχουν τετράκλινα. Ο Τζεϊσον και εγώ θα κοιμηθούμε στο ένα και εσείς στο άλλο. Όταν φτάσουμε θα σαν εξηγήσω τι και πως."
Κάνεις δεν μίλησε, απλώς συμφώνησαν όλοι. Και τότε μετά από μερικά λεπτά ξεπροβάλλε το λιμάνι και κύριως το Marry Queen.

Το νησί φάντασμαWhere stories live. Discover now