Κεφάλαιο 3

26 2 0
                                    

Ήταν ένα πελώριο κρουαζγιεροπλοιο που από μακριά οι άνθρωποι έμοιαζαν με μυρμήγκια πάνω στην μυρμηγκοφωλια τους. Εύκολα ξεχώριζε από τα υπόλοιπα πλοία στην αποβάθρα, αφού με δυσκολία μπορούσες να δεις από την μία άκρη του μέχρι την άλλη. Το δεύτερο πράγμα που παρατήρησε ο Τζεϊσον ήταν ο κόσμος. Είχε πάρα πολύ κόσμο, παντού. Από όσο μπορούσε να δει πηγαινοερχοταν κόσμος στο κατάστρωμα, στην αποβάθρα και γενικά σε όλο το λιμάνι υπήρχε συνωστισμός. Πάρκαραν το βανακι σε ένα πάρκινγκ λίγο πιο εξω από το λιμάνι και τσουλισαν τις βαλίτσες τους μέχρι το πλοίο. Πριν φτάσουν όπως τους είχε πει ο πατέρας του σταμάτησε για να εξηγήσει.
" Ωραία λοιπόν θα πάμε πάνω μαζί, θα δώσω τα εισιτήρια και μετά θα χωρίσουμε για να βάλουμε τις αποσκευές μας στις καμπίνες μας. Θα μας πουν πάνω τα δωμάτια μας. Μόλις τακτοποιηθουμε μπορείτε να κάνετε ότι θέλετε αρκεί να μας ενημερώνετε. Εγώ θα πρότεινα να εξερεύνησετε το πλοίο αντί να κάθεστε στο κινητό. Έχουμε πολλές μέρες και είναι λογικό να βαρεθείτε."
Και έτσι έγιναν όπως είπε. Αφού ανέβηκαν έδωσαν τα εισιτήρια και πήγαν κατευθείαν στα δωμάτια τους. Το δωμάτιο του Τζεϊσον που θα μοιραζόταν με τον πατέρα του είχε τον αριθμό 314. Δυσκολεύτηκε να θυμηθεί τον δρόμο όμως σκέφτηκε πως τόσες μέρες θα το συνηθίσει. Η καμπίνα του ήταν σχετικά μικρή και είχε το χαρακτηριστικό στρογγυλό παραθυράκι που κοιτάει προς την θάλασσα. Κοίταξε το κρεβάτι και είδε ότι ήταν μια κουκετα.
" Θα κοιμηθώ εγώ πάνω έτσι;" ρώτησε τον πατέρα του.
" Μα ναι πως θα ανέβω εγώ εκεί πάνω έτσι κι αλλιώς."
Ο Τζεϊσον σκέφτηκε την Τζούλια εκείνη την στιγμή. Αν έχει και το δικό της δωμάτιο κουκετα σημαίνει πως θα την ζαλίσει πιο πολύ. Ο Τζεϊσον δεν ζαλίζεται εύκολα όμως η Τζούλια ειδικά σε πλοίο χλωμιαζει και περνάει όλη της την ώρα πάνω από μια σακούλα. Αφού τακτοποιήσε τα πράγματα είπε στον πατέρα του ότι θα πήγαινε στο κατάστρωμα να κάνει μια μικρή βόλτα.
"Μην κάνεις πολύ ώρα. Να γυρίσεις για να πάμε όλοι μαζί να φάμε."
" Οκ"
Αφου ανέβηκε βρήκε κόσμο παντού πάνω στο κατάστρωμα. Αν και έκανε τσουχτερό κρύο είχαν ανέβει όλοι να δούνε την αποχώρηση του πλοίου. Ήταν κυρίως οικογένειες αλλά υπήρχαν και άτομα που ήταν μόνα τους. Για παράδειγμα ήταν ένας τυπάς που έπαιζε την κιθάρα του σε μια μεριά του κατάστρωματος. Το καλό ήταν πως ο Τζεϊσον δεν θα μπορούσε να εξερευνήσει το κατάστρωμα σε μια μέρα αφού ήταν τεράστιο. Αυτό θα μέτριαζε την βαρεμάρα του. Όπως του είπε ο πατέρας του μετά από λίγη ώρα πήγε πάλι πίσω στο δωμάτιο όχι γιατί είχε βαρεθεί αλλά επειδή κυρίως έκανε πολύ κρύο. Πήρε τηλέφωνο πρώτα την Τζούλια να την ρωτήσει σε ποιο δωμάτιο ήταν και αφού του απάντησε κατεύθυνθηκε προς τα εκεί. Του πήρε λίγη ώρα πάλι να προσανατολιστει αλλά τελικά το βρήκε και χτύπησε την πόρτα.
" Το πλοίο ξεκινάει σε μισή ώρα θες να πάμε πανω να το δούμε;" την ρώτησε ο Τζεϊσον.
" Η μαμά είπε πως θα πάμε να φάμε σε λίγο."
" Άσε την μαμά με τον μπαμπά να πάνε να κάτσουν και όταν ξεκινήσει το πλοίο πάμε να τους βρούμε."
" Δεν ξέρω κάνει κρύο έξω"
" Σιγά το κρύο. Επίσης ήθελα να σου πω, πως δεν θα πρέπει να ανησυχείς σε αυτό το ταξίδι με το αν θα ζαλιστείς. Το πλοίο είναι τεράστιο οπότε ακόμα και σε καταιγίδα να πέσουμε δεν θα νιώσεις τίποτα. "
" Ας ελπίζουμε. Δεν θα το αντέξω αν με ξαναπιάσει, γιατί είναι μια εβδομάδα. "
" θα έρθεις πάνω τελικά; "
" Περίμενε να πάρω το μπουφάν μου "
Ανέβηκαν και πάλι πάνω και πήγαν στην πίσω πλευρά του πλοίου που είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος για να χαιρετήσει τους ανθρώπους κάτω στο λιμάνι και να δει την στεριά να απομακρύνεται. Μετά από λίγη ώρα το πλοίο ξεκίνησε. Στον Τζεϊσον έκανε εντύπωση που δεν ένιωθε καθόλου τις μηχανές. Είναι πραγματικά μια τεράστια κατασκευή. Αφού αρχήσε να χάνεται η ακτή στον ορίζοντα πήγανε να βρουν τους γονείς τους. Μπερδεύτηκαν λίγο στον δρόμο αλλά βρήκαν το εστιατόριο και έκατσαν στο τραπέζι που είχαν πιάσει.
" Πως ήταν;" ρώτησε η μητέρα τους.
" Ωραία ήταν, άμα δεν έκανε τόσο κρύο" είπε η Τζούλια.
Το εστιατόριο δεν είχε πολύ κόσμο καθώς ήταν απόγευμα και οι περισσότεροι είχαν ήδη φάει. Όμως δύο τρία τραπέζια είχαν και αυτά κόσμο. Παρατήρησε στο ένα από αυτά, ο Τζεϊσον, μια πολύ όμορφη κοπέλα με μακριά μακριά μαύρα μαλλιά και κάστανα ματιά. Την χάζεψε για λίγο ώσπου εκείνη γύρισε και για μια στιγμή τον κοίταξε προτού εκείνος γυρίσει πίσω αναψοκοκκινισμενος. Από ότι φαίνεται η Τζούλια παρακολουθήσε την σκηνή και άρχισε να τον κοροϊδεύει. Ο Τζεϊσον νευρίασε και περίμενε την παραγγελία του να έρθει. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε φάει μεσημεριανό και πεινουσε πολύ. Αφού έφαγαν πήγαν πίσω στα δωμάτια. Ο Τζεϊσον έκατσε λίγο στο κινητό του και μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξυπνήσε πήγε στο παράθυρο να δει έξω, όμως είδε φως. Είχε κοιμηθεί μέχρι το πρωί; Του είχε φανεί σαν μερικές ώρες. Δεν είδε πουθενά τον πατέρα του και απόφασησε να τον πάρει τηλέφωνο. Τελικά είχε πάει για πρωινό μαζί με την αδελφή του και την μάνα του. Ετοιμάστηκε σε πέντε λεπτά και πήγε να τους βρει. Ακόμα είχε μπερδευτεί με το πόσες ώρες κοιμήθηκε αλλά ήταν ξεκούραστος τουλάχιστον.
" Να τος και ο Τζεϊσον. Ξέρεις πόση ώρα κοιμήθηκες;"
" Ναι το κατάλαβα."
" Βέβαια ήσουν πολύ κουρασμένος αφού όλη μέρα χτες δεν έκανες τίποτα"
" Τι θες Τζούλια;"
" Καλημέρα Τζεϊσον" του είπε η μάνα του ερχόμενη με ένα πιάτο γεμάτο φαγητό. Αυγά, μπέικον λουκάνικο και κέικ. Η αλήθεια είναι ότι η μυρωδιά τους τον έκανε να πεινάσει." πήγαινε να βάλεις φαγητό στον μπουφέ εκεί πέρα "
Έκανε όπως είπε και πήγε γρήγορα να πάρει ένα πιάτο να σερβιριστεί. Λίγο πιο εκεί ήταν και ο πατέρας που που έβαζε κρουασάν στο πιάτο του. Πήγε και του είπε καλημέρα και εκείνος του ανταποκριθηκε.
" Καλημέρα Τζεϊσον. Δεν σε ξύπνησα αν και κοιμήθηκες αρκετά. Σκέφτηκα πως δεν υπάρχει λόγος."
" Καλά έκανες"
Γέμισε το πιάτο του με ότι μπορούσε να βρει και πήγε να κάτσει με τους άλλους. Άρχισε να καταβροχθιζει τα πάντα μέσα στο πιάτο του μέχρι που του έκανε παρατήρηση η αδελφή του.
"Αμάν Τζεϊσον σαν σκύλος τρως. "
"Εσύ δεν τρως τίποτα, δύο κομμάτια κέικ έχεις μονο."

Το νησί φάντασμαWhere stories live. Discover now