" ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ;" φώναξε ο τυπάς σημαδευοντας το όπλο του μια στον Τζέισον που ήταν πιο κοντά και μια στους άλλους.
" Κύριε ηρεμίστε, δεν θέλουμε να σας κάνουμε κακό, ζητάμε βοήθεια."
Ο τυπάς ήταν γύρω στα 60 και είχε άσπρα μαλλιά. Δηλαδή όσα μαλλιά είχε. Θα τον περνούσε κάνεις για τρελό. Φορούσε μπότες και ένα καφέ σορτσάκι, ένα άσπρο πουκάμισο με κοντα μανίκια που έμπαινε μέσα από το σορτσάκι και ένα ψαθινο κυκλικό καπέλο. Είχε και γυαλιά με υπερβολικά λεπτό σκελετό. Όμως αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι τα γυαλιά μεγενθυναν τα μάτια του σε μεγάλο βαθμό.
" Από που ήρθατε;" ρώτησε πιο ψυχρεμα.
" Έγινε ένα ναυάγιο δεν ξέρω ακριβώς πόσο μακριά όμως μας ξέβρασε η θάλασσα εδώ. Δεν μπορούμε να φύγουμε από αυτό το νησί και μόλις είδαμε το σπίτι ήρθαμε να δούμε μήπως μπορεί να μας βοηθήσει κάνεις." εξήγησε ο Τζεϊσον.
" Ναυάγιο ε;" μουρμούρισε και κατέβασε την καραμπίνα. "Και γιατί νομίζετε πως μπορώ να σας βοηθήσω;"
" Ελπίζαμε αν έχετε κάποιου είδους τεχνολογία για να μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε. "
" Δεν μου απάντησες όμως στην ερώτηση μου. Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι μπορώ να σας βοηθήσω."
" Εμ... Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ελπίζαμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή βλέπετε. "
" Πως σε λένε μικρέ;" τον ρώτησε.
" Τζεϊσον "
" Άκου εδώ Τζεϊσον, δεν είναι και πολύ ευγενικό να σπας την κλειδαριά κάποιου και να μπουκάρεις σπίτι του."
" Συγχωρέστε μας για αυτό. Δεν ξέραμε αν εμένε κάνεις εδώ. "
Κάτι μουρμούρισε θυμωμένα ο τυπάς και άφησε την καραμπίνα δίπλα από τον πάγκο που ήταν λογικά για μαγείρεμα και άνοιξε ένα ντουλαπάκι που μέχρι τώρα κάνεις δεν είχε παρατηρήσει και έβγαλε από μέσα κάτι που έμοιαζε με ασύρματο.
" Λυπάμαι παιδιά δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Βλέπετε αυτό είναι το μόνο πράγμα που έχω από τεχνολογία. Και έχει χαλάσει χρόνια τώρα."
" Μα ζείτε μόνος σας εδώ πέρα;" ρώτησε η Τζούλια.
" Ναι" απάντησε. " Πείτε μου μια τα ονόματα σας"
" Τζούλια"
" Αννίτα"
" Ρικ, εσάς; "
" Εμένα; Στην παλιά μου ζωή με φώναζαν Νέστορα "
" Μα πως βρεθήκατε εδώ; "
" Αυτό είναι μεγάλη ιστορία "
" Πως βρίσκετε τροφή; " ρώτησε η Τζούλια.
" Αυτή είναι καλή ερώτηση. Βλέπεις το νησί είναι αρκετά μεγάλο για να υποστηρίζει μεγαλύτερα ζώα. Έτσι μπορώ να τρέφομαι και με ζώα εκτός από φρούτα και λαχανικά. "
" Είστε μόνος σας; " ρώτησε ο Ρικ.
" Ε ναι, ποιος τρελός εκτός από εσάς θα ερχόταν εδώ;"
Ο Νέστορας πήγε στον καναπέ πήρε μια μπανάνα και έκατσε να την φάει. Ο καναπές έτριξε ανησυχητικά από το βάρος του, παρόλο που ο Νέστορας ήταν αρκετά ελαφρύς.
" Δεν έχετε κανέναν τρόπο να μας βοηθήσετε; " ρώτησε απεγνωσμένα ο Τζεϊσον.
" Όχι μικρέ είμαι τόσα χρόνια σε αυτό το νησί, πίστεψέ με άμα δεν σε ψάξουν δεν θα έρθει ποτέ κανείς εδώ."
" Θα μας πείτε πως καταλήξατε εδώ;"
" Αφού δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε γιατί όχι; Λοιπόν πριν από αρκετά χρόνια όταν τελείωσα το σχολείο βλέπετε οι γονείς μου ήθελαν να με στείλουν σε μια καλή σχολή να σπουδάσω Βιολογία. Όμως ήμουν άχρηστος στην Βιολογία και δεν μου άρεσε καθόλου. Είχα αποφασίσει ότι ήθελα να ταξιδέψω τον κόσμο. Δεν σκεφτόμουν τι θα έκανα μετά, απλώς ήθελα να ταξιδέψω. Οι γονείς μου όπως φαντάζεστε δεν το πήραν και πολύ θετικά και είπαν πως δεν θα μου δώσουν χρήματα για τα ταξίδια μου. Οι γονείς μου ήταν αρκετά πλούσιοι και μπορούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη να μου δώσουν όσα λεφτά τους ζητούσα, όμως δεν ήθελαν ο γιος τους να γίνει μια αποτυχία. Έτσι έπιασα μερικές δουλειές, όχι τίποτα σοβαρό, απλώς για να μπορέσω να ταξιδέψω. Έτσι όταν έβγαλα αρκετά χρήματα αποφάσισα να επισκεφθώ την Ισπανία. Όμως δεν ήθελα να χαλάσω πολλά λεφτά για την διαδρομή και έτσι ταξίδεψα με ένα φορτηγό πλοίο που μετέφερε πετρέλαιο και κάτι σιτηρά. Ξεκίνησα λοιπόν από Αμερική, ξέροντας πως θα περάσω αρκετή ώρα στην διαδρομή, όμως δεν με ένοιαζε. Έκανα δουλειές στο κατάστρωμα και βοηθούσα το πλήρωμα με αντάλλαγμα ένα κρεβάτι. Μια μέρα όμως μας επιτέθηκαν πειρατές. Όχι αυτοί που ακούτε στα παραμύθια. Ξέρετε οι σύγχρονοι πειρατές δρουν κυρίως στα παράλια της Αφρικής και είναι καλά οπλισμένοι. Άμα δεν σκοτώσουν το πλήρωμα, τους κρατάνε για λύτρα. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε την έκπληξη όλων μας στο πλήρωμα όταν αντίκρισαμε πειρατές στην μέση του ατλαντικού. Δεν είχαμε πολύ ώρα να δράσουμε καθώς έρχονταν με τρία φουσκωτά από όλες τις κατευθύνσεις. Βλέπετε τα πλοία συνήθως έχουν ειδικό προσωπικό που σε τέτοιες περιπτώσεις προσπαθεί να αμυνθεί το πλοίο. Όμως επειδή το ταξίδι ήταν φαινομενικά ασφαλές είχαμε μόνο 5 άτομα οπλισμένα. Οι δικοί μας είχαν Μ-16 και έριχναν συνεχώς στους πειρατές καθώς πλησίαζαν. Εκείνοι όμως αντάλλασαν πυρά, με αποτέλεσμα να σκοτώσουν 3 από τους δικούς μας. Τότε υποχώρησαμε στείλαμε σήμα πως δεχόμασταν επίθεση όμως ήταν αργά. Οι πειρατές είχαν είδη ανέβει στο κατάστρωμα και σκότωναν όποιον έβρισκαν. Εγώ βλέποντας τι συνέβαινε είχα πάθει κρίση πανικού, όμως συγκρατήθηκα και είδα μόνο μια επιλογή. Να πηδήξω από το πλοίο."
" Μα δεν έχει πολλή μεγάλη απόσταση το νερό από το κατάστρωμα; " ρώτησε η Τζούλια.
" Ναι, αρκετά μέτρα. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή, έβαλα ένα σωσίβιο και πήδηξα. Στην αρχή δεν το είχα καταλάβει από την αδρεναλίνη όμως είχα σπάσει το δεξί μου πόδι στο καλάμι. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να απομακρυνθώ από το πλοίο για να μην διαμελιθω από την προπέλα. Ήλπιζα να μην με είχε δει κανένας και όντως αυτό έγινε. Βρισκόμουν στο νερό αρκετές ώρες και είχα αρχίσει να παγωνω. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να λιποθύμησα γιατί δεν θυμάμαι πως βρέθηκα στην ακτή. Τον πρώτο καιρό λοιπόν ευχόμουν να με είχαν σκοτώσει στο πλοίο. Βλέπετε δεν είναι συνηθισμένο νησί αυτό, έχει περίεργα και πολύ επικίνδυνα πλάσματα. Μέχρι να γίνει καλύτερα το πόδι μου λοιπόν πέρασα έναν αγώνα επιβίωσης, προσπαθούσα απεγνωσμένα να βρω τροφή και νερό για να αντέξω μερικές μέρες ακόμα μέχρι να με βρει κάποιος. Όμως κανείς δεν έψαξε για εμένα και έτσι με τον καιρό τα κατάφερνα. Έμαθα το βράδυ να κρύβομαι από αυτό το νυκτόβιο πλάσμα και γενικά μετά από τόσα χρόνια έχω συνηθίσει αυτό το μέρος. Μπορώ να πω πως μου αρέσει κιόλας. Πέρασα αρκετά δύσκολα χρόνια όμως τώρα το θεωρώ σπίτι μου. "
" Δεν προσπαθήσατε να φύγετε ποτέ από εδώ; " ρώτησε ο Τζεϊσον.
" Προσπάθησα απεγνωσμένα. Αλλά δεν γίνεται. Δεν μπορείς να φτιάξεις οτιδήποτε που να μοιάζει με καράβι και να αντέξει τα κύματα του ατλαντικού. "
" Πόσα χρόνια είστε εδώ δηλαδή; "
" Υποθέτω ότι θα πέρασαν γύρω στα 30 χρόνια "
Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής.
" Συγνώμη δηλαδή θέλετε να μας πείτε πως δεν υπάρχει τρόπος να φύγουμε; " ρώτησε η Αννίτα.
" Αυτό δεν λέμε τόση ώρα; Έχετε κόλλησει για πάντα μαζί μου τώρα. " είπε ο Νέστορας και του άφησε να ξεφύγει ένα ίχνος γέλιου.
YOU ARE READING
Το νησί φάντασμα
ActionΟ Τζεϊσον και η Τζούλια είναι αδέλφια όπου θα πάνε να επισκεφθούν τον θείο τους. Όμως το ταξίδι τους δεν θα είναι τόσο εύκολο.