Κεφάλαιο 18:Μέρος 1

274 84 7
                                    

Επέστρεψα! Μπορεί να μου πήρε 4 μήνες για να κάνω update αλλά επιτέλους η μέρα έφτασε. Αυτό δεν είναι ολόκληρο το κεφάλαιο που σκόπευα να γράψω, είναι περίπου τα 2/3, αλλά δεν ήθελα να περιμένω μέχρι να είναι έτοιμο και το υπόλοιπο οπότε αποφάσισα να το σπάσω σε 2 μέρη :)

Η τελευταία μέρα της διορίας τους είχε ξημερώσει. Ο μαύρος δράκος πετούσε όλη νύχτα σκίζοντας τα σκούρα σύννεφα που βαφόντουσαν ασημένια από το φως του φεγγαριού που σύντομα θα γέμιζε φέρνοντας την πανσέληνο που χρειαζόταν η Ίρια για να λύσει την κατάρα της Κυρήνης. Η Άντρια θα είχε απολαύσει περισσότερο την νυχτερινή πτήση αν το μυαλό της δεν βασανιζόταν από ξόρκια, αράχνες, μυστικά, και έναν νεαρό άρχοντα που προσπαθούσε να τα ανακαλύψει.

Τουλάχιστον το χέρι της δεν πονούσε πια. Στην αρχή ο μαρτυρικός πόνος ήταν σαρωτικός, σαν να την σούβλιζαν με πυρωμένες βελόνες από τα δάχτυλα μέχρι τον ώμο, αλλά η μαγεία του Ραίγκαρ τον είχε διώξει. Τι όμορφο δώρο, να μπορείς να απαλύνεις τον πόνο του άλλου και να γιατρεύεις με ένα άγγιγμα χαρίζοντας ανακούφιση και ζωή.

Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τέτοια ολοκληρωτική εξάντληση. Τα άκρα της είχαν μετατραπεί σε μολύβι, αφόρητα βαριά και άχρηστα, ανίκανα για οποιαδήποτε κίνηση. Ακόμα και με φτερά το ταξίδι από την Λευκή Χαράδρα μέχρι την Σύναξη των Αστερόφωτων ήταν σχεδόν μια μέρα –ή στην περίπτωση τους, μια ολόκληρη νύχτα- και δεν είχαν επιτρέψει στους εαυτούς τους να ξεκουραστούν.

Αποκοιμήθηκε πάνω στην πλάτη του Ραίγκαρ. Τη μια στιγμή κοίταζε τους αστερισμούς και αναρωτιόταν ποιους από αυτούς θα μπορούσε να διακρίνει από το μπαλκόνι της μητέρας του στην Ναβίντια και την επόμενη αντίκριζε τα αφράτα σύννεφα που κρεμόντουσαν γύρω τους να έχουν βαφτεί στα χρώματα της νέας αυγής, απαλά μοβ, γλυκά ροζ, και ζεστά πορτοκαλί.

Ο Ραίγκαρ πετούσε προσεχτικά για να μη την ξυπνήσει (δεν ήξερε πως καταλάβαινε πότε ένας δράκος πετούσε με μεγαλύτερη προσοχή απ' όση συνήθως αλλά το ένιωθε) Ένιωσε ένα κύμα ευγνωμοσύνης και ταυτόχρονα μια σουβλιά τύψεων. Ο νεαρός Ντρόγκομιρ είχε μείνει άυπνος ολόκληρη τη νύχτα, πετώντας ασταμάτητα για να επιστρέψουν όσο το δυνατών γρηγορότερα στη Σύναξη και να λύσουν την κατάρα. Έσπρωχνε στην άκρη την εξάντληση που αναμφίβολα ένιωθε και συνέχιζε χωρίς να παραπονεθεί όπως θα έκαναν οι περισσότεροι ή να ζητήσει λίγο χρόνο για να ξεκουραστεί, όχι μόνο για να βοηθήσει την χώρα του που δεν απειλούταν ακόμα αλλά και για να σώσει τη δική της. Η σκέψη ζέστανε κάτι μέσα στο στήθος της.

Επικίνδυνες ΣυμμαχίεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora