Κεφάλαιο 18:Μέρος 2

279 86 20
                                    

''Ραίγκαρ''

Μια μεταξένια, μελωδική φωνή τον καλούσε να επιστρέψει από τον κόσμο των ονείρων. Λεπτά δάχτυλα άγγιξαν το σαγόνι του, απαλά και ελαφριά σαν πούπουλο, και κατέβηκαν στον λαιμό του. Μπλέχτηκαν στην αλυσίδα του φυλαχτού του και την περιεργάστηκαν για μερικές στιγμές προτού την αφήσουν να πέσει ξανά πάνω στο δέρμα του.

Άνοιξε τα μάτια του, μουδιασμένος ακόμα από τον ύπνο, και τεντώθηκε για να ξαναδώσει ζωή στα άκρα του.

Η Λυσσάντρα καθόταν δίπλα του στο κρεβάτι. Οι άκρες των δαχτύλων της χάιδευαν τη λεία επιφάνεια του φυλαχτού του και τα μάτια της, μαύρα και γυαλιστερά όπως η πέτρα, το παρατηρούσαν με ενδιαφέρων.

''Πόση δύναμη χρειάζεται για να φτιάξεις μια μαγισσόπετρα;'' τον ρώτησε, παρόλο που ο Ραίγκαρ ήταν βέβαιος ότι γνώριζε την απάντηση.

''Μεγάλη δύναμη'' της απάντησε. Η φωνή του ήταν βραχνή από τον ύπνο.

''Πόσες φορές έχεις αντλήσει δύναμη από το φυλαχτό;''

''Μια-δυο'' Μονάχα σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου καλούταν να κάνει ένα εξαιρετικά απαιτητικό ξόρκι είχε καταφύγει στο να αντλήσει από τη δύναμη που έκρυβε μέσα της η μαγισσόπετρα.

Τα μαύρα μάτια της καρφώθηκαν μέσα στα γαλανά δικά του. Το βλέμμα της ήταν έντονο, απαιτούσε την προσοχή του και ο Ραίγκαρ της την έδωσε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όχι όταν τον κοιτούσε με αυτόν τον τρόπο.

''Και τι μπορείς να κάνεις με ένα φυλαχτό σαν κι αυτό;''

''Τα πάντα''

Η μαγεία είχε τη δύναμη να υψώσει παλάτια και να ισοπεδώσει ολόκληρες πόλεις. Γιάτρευε και χάριζε μακροζωία ή σκορπούσε θάνατο και αρρώστια. Επέτρεπε σε θνητούς να παίρνουν μορφές θηρίων και να βλέπουν αυτά που δεν έχουν συμβεί ακόμα. Μπορούσε να ελέγξει τη θάλασσα και τους ανέμους. Ο θείος Κάσσιαν την είχε χρησιμοποιήσει για να αψηφήσει τον ίδιο τον θάνατο και να φέρει την αδελφή του πίσω στη ζωή.

Η μαγεία δεν είχε όρια. Είχε όμως συνέπειες. Η Φύση απαιτούσε ισορροπία και για να πάρεις κάτι έπρεπε να πληρώσεις το ανάλογο αντάλλαγμα, είτε αυτό ήταν ένα μέρος της ενέργειας σου κάθε φορά που έκανες ένα ξόρκι ή κάτι μεγαλύτερο.

Το βλέμμα της χαμήλωσε ξανά στο φυλαχτό του. Πυκνές μαύρες βλεφαρίδες σκέπασαν τα βλέφαρα της. Τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα γύρω από το πρόσωπο της, κύματα από γυαλιστερό μετάξι κατάμαυρο σαν τη νύχτα. Κάτω από τις μυρωδιές του ταξιδιού, σκόνη, άνεμος και πεύκο, που είχαν πιαστεί πάνω στο δέρμα της, μύρισε το απαλό άρωμα από άνθη πορτοκαλιάς σαν τον κρυφό της κήπο πίσω στη Νταχάρα. Μια εικόνα άστραψε στο μυαλό του: Η Άντρια να παίζει βιολί ανάμεσα στις πορτοκαλιές, κάτω από τον έναστρο ουρανό, γεμίζοντας τη νύχτα με τις σαγηνευτικές, στοιχειωμένες μελωδίες της. Ξαφνικά η επιθυμία να ακούσει αυτό το τραγούδι έγινε επιτακτική, χτυπούσε μέσα του σαν δεύτερο καρδιοχτύπι.

Επικίνδυνες ΣυμμαχίεςOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz