Μετά απο λίγες ώρες που μου φάνηκαν αιώνες φτάνουμε σε ενα κτήμα στο οποίο βρισκόταν ενα παραδοσιακό σπίτι που περιβάλλονταν απο έναν τεράστιο κήπο.
Το σπίτι ηταν πέτρινο κυρίως καθώς κάποια σημεία του αποτελούνταν απο ξύλο και ειχε μια σκεπή με κεραμίδια. Ηταν λες και ειχε βγει απο παραμύθι. Ο κήπος στολίζονταν απο πολλά δέντρα και απο λουλούδια κάθε χρώματος. Ηταν πραγματικά οτι πιο όμορφο εχω δει. Ωστόσο καθώς πλησιάζαμε όλο και πιο κοντά, ένιωθα ενα γνώριμο αίσθημα φόβου και πανικού να με τυλίγει. Ποιανού ήταν άραγε εκείνο το σπίτι; για ποιόν λόγο ήμουν εκεί; οι ερωτήσεις αυτές απλά κάνανε το στομάχι μου να δένεται κόμπους αλλά ένα σημείο μέσα μου παρέμενε ήρεμο και εμπιστευόταν αυτόν τον άγνωστο τόπο. Παρκάρει το αυτοκίνητο και βγαίνω έξω απότομα καθώς αρχίζω να τρέχω μακριά απο αυτο το σπίτι. Η ελευθερία μου απο οτι φαίνεται δεν κράτησε για πολύ αφου ένιωσα δύο χέρια να με πιάνουν απο τη μέση και να με σηκώνουν απο το έδαφος. "Ασε με κάτω σιχαμένε ψυχάκια!!" Φωνάζω δυνατά και προσπαθώ να δραπετεύσω απο τον Gabriel καθώς με μεταφέρει προς το σπίτι. "Σταμάτα, θα χτυπήσεις" μου λέει εντελώς ατάραχος. Νευριάζω ακόμα περισσότερο και αφου καταφέρνω να γλιστρήσω απο τα χέρια του, του χώνω με δύναμη μια γονατιά στο ευαίσθητο σημείο. Βογγάει απο τον πόνο και διπλώνεται στα δυο καθώς αρχίζω πάλι να τρέχω. "Αρκετά Bella!" Ακούω μια γνώριμη φωνή. Τα πόδια μου κοκκαλώνουν στο έδαφος και νιώθω τον χρόνο να σταματάει. Δεν μπορεί. Γυρνάω προς το σπίτι και βλέπω τη γιαγιά μου να στέκεται στη πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση. Ξαφνικά μουδιάζει όλο μου το σώμα και βλέπω το τοπίο γύρω μου να σιγοσβήνει.
Ανακτώ σιγα σιγα τις αισθήσεις μου και αντιλαμβάνομαι οτι βρίσκομαι ξαπλωμένη σε ενα διπλό κρεβάτι μέσα σε ενα ευρύχωρο αλλά απλό δωματιάκι.
Το πάτωμα και τα έπιπλα ηταν ξύλινα και μπροστά απο το κρεβάτι υπήρχε ένα πέτρινο τζάκι. Φαντάστηκα την αίσθηση που θα είχε να νιώθω τη ζέστη του τις χειμερινές μέρες που θα μπορούσα να κάθομαι μπροστά, απλά να παρατηρώ τα ξύλα που καίγονται. Περπάτησα προς το παράθυρο και παρατήρησα οτι απο αυτον τον ημιόροφο φαινόταν και ενα μεγάλο μέρος αυτού του πανέμορφου κήπου. Και επανήλθα αστραπιαία στην πραγματικότητα. Μόλις είχα δει στη πόρτα αυτού του σπιτιού τη γιαγιά μου η οποία ήταν υποτίθεται νεκρή εδω και οχτώ χρόνια. Ανοίγω με δύναμη την πόρτα και βλέπω απο τα δεξιά μου να έρχεται η γιαγιά μου προς το μέρος μου. "Γιαγιά είσαι στα αλήθεια εσυ;" ρωτάω καθώς με πλημμυρίζει η απορία και νιώθω έναν κατακλυσμό ερωτήσεων στο κεφάλι μου. "Ναι Bella εγώ είμαι." Μου απαντάει ήρεμα ακριβώς όπως την θυμάμαι. "Μα πώς; αφου εσυ..." αφήνω τις λέξεις να φύγουν απο τα χείλη μου ανήμπορη να συνεχίσω την πρόταση. "Ξέρω παιδί μου. Και θα σου εξηγήσω τα πάντα, το κάθε πράγμα στον καιρό του." Απαντά καθησυχαστικά. Κάνω ενα διστακτικό βήμα προς το μέρος της και αγγίζω τον ώμο της να σιγουρευτώ πως ειναι αληθινή. Μόλις καταλαβαίνω οτι όλο αυτό ειναι πραγματικότητα τη σφίγγω στην αγκαλιά μου και αρχίζω να κλαίω ανεξέλεγκτα. "Μου έλειψες..." ψιθυρίζω σιγανά. "Κι εσύ μου έλειψες πολύ Bella μου" απαντάει με τον γνώριμο καθησυχαστικό τόνο στη φωνή της καθώς μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Για πρώτη φορά ένιωσα ασφάλεια οτι βρισκόμουν ακριβώς εκεί που θα έπρεπε. Ωστόσο στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε μια βασανιστική ερώτηση. Γιατί με εγκατέλειψε και με άφησε να πιστέψω πως είναι νεκρή; Αποτραβιέμαι σιγά σιγά απο την αγκαλιά και με κρατάει η γιαγιά μου από τους ώμους. Σαν να άκουσε τις σκέψεις μου λέει με δάκρυα συγκίνησης στα μάτια της "Θέλω να ξέρεις οτι δεν σταμάτησα στιγμή να σε σκέφτομαι Bella. Σε περίμενα κάθε μέρα απο αυτά τα οχτώ χρόνια, οτι έκανα το έκανα γιατι έπρεπε να το κάνω!" Διέκρινα την ειλικρίνεια και την αγάπη στα λόγια της να βγαίνουν αβίαστα και κάθε αμφιβολία που είχα εξαφανίστηκε. "Σε πιστεύω." Της λέω καθώς ενα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου. "Το γεγονός οτι δεν μπορώ να κατανοήσω κάτι δεν σημαίνει πως δεν ειναι αληθινό". Χαμογελάει με περηφάνεια και γνέφει με σιγουριά. "Πάμε κάτω έχουμε πολλά να πούμε. Αφού πρώτα φας ενα πολύ καλό πρωινό!" Μου λέει με έναν αυστηρό τόνο στη φωνή της και χαμογελάω καθώς σκέφτομαι οτι μια γιαγιά δεν παύει ποτέ να ειναι γιαγιά.
CZYTASZ
Arabella
Science FictionΚοιτάζω χαμηλά και βλέπω μονο αίμα να αναβλύζει απο τη φρέσκια πληγή μου. Το μυαλό μου έχει θολώσει και νιώθω την ενέργειά μου να εξαντλείται ραγδαία. Δεν είχα φανταστεί ποτέ οτι θα πέθαινα έτσι. Τελικά υπάρχει τίμημα όταν θέλεις να σώσεις τις ζωές...