Κεφάλαιο 12ο

21 2 0
                                    

  "Γνωρίζεστε λοιπόν;" ρωτάω απευθύνοντας την ερώτηση στον Gabriel και τη Lydia. "Ναι. Είναι επίσης ενα άτομο στον στενό κύκλο της γιαγιάς σου." Απαντά ο Gabriel. Υποθέτω την Lydia εννοούσε όταν μου είχε πει οτι θέλει να γνωρίσω κάποια. Νιώθω μια ανακούφιση. Παρόλο που την γνωρίζω ελάχιστα ήθελα πολύ να την εμπιστευτώ, μου έβγαζε ενα οικείο συναίσθημα, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια και να συναντηθήκαμε μετά απο καιρό. Το κινητό του Gabriel χτυπάει και η έκφραση στο πρόσωπό του οταν βλέπει την οθόνη μου προκαλεί ανησυχία. "Τι εννοείς πρέπει να έρθουμε εκει;" "Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;" "Και η Arabella...;" τον ακούω να εκτοξεύει τις ερωτήσεις τη μια μετά την άλλη, αλλά η τελευταία τον πονάει καθώς βγαίνει απο τα χείλη του. Όλοι μου οι μύες τίθενται σε εγρήγορση και νιώθω ενα γνώριμο κακό προαίσθημα να συσσωρεύεται στο στομάχι μου και να μου φράζει το στήθος και τον λαιμό. Νιώθω οτι θα κάνω εμετό. Πρώτη φορά εχω τόσο άσχημη διαίσθηση. Κλείνει το τηλέφωνο και εγώ και η Lydia κρεμόμαστε απο τα χείλη του. Ο Gabriel της γνέφει απλά με το κεφάλι του και την βλέπω να κάνει αστραπιαίες κινήσεις καθώς σελώνει δύο ακόμη άλογα. "Ξέρεις ιππασία σωστα;" με ρωτάει ανήσυχος ο Gabriel. "Δηλαδή, ναι... με πήγαιναν οι γονείς μου σε ιππικό όμιλο καθε Κυριακή... αλλά εχω πολυ καιρό να ανέβω σε άλογο" απαντώ καθώς ο πανικός με καταβάλλει. "Τέλεια" απαντά ο Gabriel καθώς μου δίνει τα ηνία ενός αλόγου. Ήταν κατάλευκο και το τρίχωμά του γυαλιστερό και μεταξένιο. Ήταν ψηλό και φαντάζομαι πολύ γρήγορο και ευκίνητο. Δεν με καθησυχάζει καθόλου αυτό. Βλέπω τη Lydia πανω στο άλογό της να προετοιμάζεται να φύγουμε. Ο Gabriel έρχεται κοντά μου. "Πάμε Arabella, δεν έχουμε πολύ χρόνο, θα σου τα εξηγήσω ολα μετά." Μου λέει και πρώτη φορά διακρίνω αυτό το βλέμμα στα μάτια του. Το ασημί τους χρώμα ειχε σκοτεινιάσει και με ικέτευαν να τον ακούσω. Γνέφω κοφτά και πάω να ανέβω στο άλογό μου. Και τότε γίνεται κάτι πολύ αναπάντεχο. Πιάνοντας το πρόσωπό μου απο τα πλάγια ο Gabriel μου δίνει ενα φιλί στα χείλη. Νιώθω την καρδιά μου να πάλλεται ανεξέλεγκτα και ο κόσμος για μια στιγμή σταματά. Το φιλί του ήταν τρυφερό και το άγγιγμά του παρηγορητικό πάνω στο γεμάτο ένταση σώμα μου. Διακόπτει το φιλί και ακουμπάει το μέτωπό του στο δικό μου. "Ευχαριστώ που με εμπιστεύεσαι" ψιθυρίζει και φεύγει για να καβαλήσει ενα άλογο με γρήγορες κινήσεις. Δεν ειχα χρόνο να επεξεργαστώ τί έγινε, οπότε εντελώς μηχανικά ανεβαίνω στο άλογό μου. Σβήνω τους διακόπτες απο κάθε μου συναίσθημα και γεμάτη απο το θάρρος που μου έδωσε εκείνο το φιλί ξεκινάω να τρέχω. Ξέρω οτι τώρα πλησιάζει ο κίνδυνος.

Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος και χρυσοκόκκινες ηλιαχτίδες χόρευαν ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων του δάσους καθώς τρέχαμε με τα άλογα. Ο δροσερός αέρας, οσο ανακουφιστικός και αν ηταν απο τον καύσωνα του καλοκαιριού, τόσο περισσότερο ενίσχυε το παγερό αίσθημα οτι οι επόμενες ώρες θα είχαν επικίνδυνη εξέλιξη. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κοιτούσα προς τη μεριά του ηλιοβασιλέματος. Υπό άλλες συνθήκες θα ένιωθα χαλάρωση και θα το θαύμαζα, ωστόσο τώρα ο ήλιος μου φαίνεται ματωμένος, σαν μια άσχημη υπενθύμιση του τί διαδραματίζεται. "Arabella" κάθε μου αίσθηση αυξάνεται ραγδαία καθώς ακούω στο κεφάλι μου τον απόκοσμο ψίθυρο του ονόματός μου. Έντρομη σαρώνω με τα μάτια μου κάθε τι στο οπτικό μου πεδίο και τότε είναι που το βλέπω. Μία ανθρώπινη (σχεδόν) φιγούρα στέκεται ανάμεσα απο μερικούς πυκνούς θάμνους του δάσους. Γύρω απο τη φιγούρα πάλλονται μαύρες σκιές σαν απειλητικά πλοκάμια μα αυτό το χαρακτηριστικό δεν ειναι τίποτα μπροστά στα μάτια του πλάσματος. Είναι σαν δυο κόκκινες σχισμές με χρυσά ποτάμια να κυλάνε μέσα τους. Ακριβώς όπως θα προσπαθούσα να περιγράψω την κόλαση. Με κοιτάζει κατάματα και το πρόσωπό του παραμορφώνεται σε κάτι που μοιάζει με χαμόγελο. Ένιωθα ατόφιο τρόμο. Προσπάθησα να ουρλιάξω αλλά με ένα του βλεφάρισμα ένιωσα την φωνή μου να φράζει. Ακριβώς όπως σε εκείνους τους απαίσιος εφιάλτες που θες να ουρλιάξεις με όλη σου τη ψυχή αλλά κάτι σε εμποδίζει. Τα άκρα μου αρχίζουν σταδιακά να μουδιάζουν και το σώμα μου με εγκαταλείπει. Πέφτοντας απο το άλογό μου χτυπάω με δύναμη στο έδαφος αλλά δεν νιώθω απολύτως τίποτα. Σαν να είμαι εντελώς παράλυτη. Ακούω απο απόσταση τον Gabriel να φωνάζει αλλά δεν μπορώ να διακρίνω λέξη απο όσα λέει. Τα μάτια μου έχουν κολλήσει στην όψη του πλάσματος και στα αυτιά μου ακούω μόνο φωνές. Να ουρλιάζουν σαν να τις βασανίζουν. Κόκκινες κηλίδες σχηματίζονται στο οπτικό μου πεδίο. Μάλλον αιμορραγώ. Και τότε απλώς έρχεται το απόλυτο κενό. Σβήνουν τα πάντα γύρω μου λες και έκλεισε απότομα κάποιος διακόπτης.

"Arabella! Ξύπνα!" Ακούω πάλι μέσα στο κεφάλι μου εκείνον τον απόκοσμο ψίθυρο. Ανοίγοντας σιγά σιγά τα βαριά βλέφαρά μου προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Είμαι ξαπλωμένη σε ενα αναπαυτικό κρεβάτι και πλάι μου κάθεται ενα οικείο πρόσωπο. Διαισθάνομαι οτι είναι εκείνος πριν καν τον δω. Νιώθω το απαλό άγγιγμα του χεριού του Gabriel να παραμερίζει μια τούφα μαλλιών απο το πρόσωπό μου. "Τελείωσε Arabella, είσαι ασφαλής" τον ακούω να ψιθυρίζει τοποθετώντας ενα φιλί στο μέτωπό μου.

ArabellaDonde viven las historias. Descúbrelo ahora