Κεφάλαιο 10: Μία στιγμή αρκεί (Α' μέρος)

338 24 18
                                    


Το επόμενο πρωί φάνταζε δροσερό, παρόλο που η Κλειώ έλιωνε μέσα στους τέσσερις τοίχους του σιωπηλού της δωματίου και το κρεβάτι της έμοιαζε νεκρό, με τον εκλιπών να απουσιάζει από αυτό. Δεν είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί για τουλάχιστον ένα λεπτό και οι σκέψεις της, φόνισσες με το άρμα της νύχτας να την έχει συνεπάρει και εκείνη, σε έναν χορό θανατηφόρο. 

Θύελλα θύμιζαν τα μεσάνυχτα και τρόμος το φεγγάρι, διότι η νύχτα έμοιαζε μοναχική και εκείνη σαν λύκος που ουρλιάζει άφησε το λευκό και διαπεραστικό φως της πανσέληνου να κλέψει λίγη ευτυχία από το στεγνό κορμί της. Καμία αντοχή πια, καμία ανοχή στον πόνο που της προξένεψαν οι πράξεις της. 

Σαν μικρό παιδί φοβόταν και εκείνη, μήπως ήλιος ξεπροβάλλει και παρουσιάζει τη σκιά της την οποία απεχθανόταν, σαν φάντασμα που είχε καταντήσει. Λίγες ώρες είχαν μόλις περάσει από το ''φονικό'' και εκείνη χαμένη μέσα στους παραδείσους και στην κολάσεις που είχε χτίσει, συναρμολογώντας την κάθε πιθανή ανάμνηση που είχε βρει καταφύγιο τον διαλυμένο της νου. Η γυναικεία μορφή που σάλευε μπροστά της, η μοναξιά της, της είχε απλώσει τα χέρια και εκείνη δίχως δεύτερη σκέψη τα δέχτηκε. Σάστισε λιγάκι μα χαμογέλασε έστω και πικρά μπροστά της. Αλίμονο σε εκείνον που δεν πέρασε ατελείωτα βράδια με τη συντροφιά της.

Ήρθε πλέον, αντιμέτωπη με έναν παλιό εχθρό της και αυτός δεν ήταν άλλος παρά ο ίδιος της ο εαυτός. Ανήμπορη να το συνειδητοποιήσει βούλιαξε από νωρίς στο μαύρο χάος, έγινε ένα με αυτό και οι κινήσεις της εναρμονίστηκαν με εκείνο. 

«Γιατί δεν με αφήνεις ήσυχη;» Ψέλλισε και αναστέναξε ύστερα βαθιά, πνίγοντας τον καημό της να δουν τα μάτια της κάποια άλλη παρουσία να στέκεται μπροστά της. 

«Γιατί μόνο εγώ υπάρχω για εσένα πλέον και να μην το ξεχνάς, πως μόνο εγώ θα σου συμπαραστέκομαι από εδώ και πέρα όσο κανείς άλλος.» Η απαλή φωνή άρχισε να απομακρύνεται και να μην αντηχεί στα άδεια δωμάτια του μυαλού της.

Κατά βάθος αυτή ήταν η μοναδική αλήθεια για εκείνη, που αβασάνιστα την παραδέχθηκε. Κανένας άλλος δεν θα της σταθεί πιο πολύ στα δύσκολα και στις ευχάριστες μέρες που θυμίζουν Καλοκαίρι, όσο ο ίδιος της εαυτός. 

Το βάρος είχε ξαπλώσει στο στήθος της και έγινε μόνιμος κάτοικος στο σώμα της, με συγκάτοικο την τρέλα και γείτονα τη λογική, η οποία έμοιαζε να είναι ανενόχλητη από τη συναισθηματική πλήξη που βίωνε η κοπέλα. Η καρδιά της χίλια κομμάτια και η σάρκα της μισοφαγωμένη από κάθε ελπίδα να επιστρέψει κοντά του. 

Διπλός ΠειρασμόςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ