23

23 7 0
                                    

Την ίδια στιγμή, ο Αχιλλέας έτρεχε λες και τον είχε κυριεύσει κάποιος δαίμονας της κολάσεως. 

Διότι πριν από κάποιες ώρες εκείνος είχε βγει με το αμάξι του για να συναντήσει τους απαγωγείς και να πάρει πίσω την Βανέσα , να βάλει ένα τέλος στην ιστορία, αλλά για να το πετύχει αυτό ήταν ικανός μέχρι και να λερώσει τα χέρια του με αίμα.  Θα πλήρωνε οποιοδήποτε και αν ήταν το τίμημα μονάχα για να αντικρίσει το χαμόγελο της , γιατί όταν του χαμογελούσε έλαμπε ολόκληρη.

Ήταν πολύ κοντά στο να πάει στο σημείο συνάντησης όμως ένα από τα φανάρια που έτυχε και ήταν κόκκινο , του έκοψε την φορά.
Εκείνος λίγο αφηρημένος, βυθισμένος στους στοχασμούς του, χάζευε τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν ανάλαφρα στο παράθυρο το αυτοκινήτου του .
Τότε ήταν που την είδε.
Μέσα σε ένα μαύρο αυτοκίνητο, απέναντι του, του είχε φανεί γνωστή αυτή η φιγούρα . Το κεφάλι της ήταν στηριγμένο στο παράθυρο και τα μάτια της σφραγισμένα.  Ταράχτηκε γιατί την νόμιζε για νεκρή όμως είδε τον αχνό από την ανάσα της να στολίζει το τζάμι.
Ένιωσε εναν ηλεκτρισμό σε ολόκληρο το κορμί του .

Άνοιξε τη πόρτα του και βγήκε στον δρόμο σαν τρελός, τρέχοντας να ανοίξει την πόρτα του άλλου αυτοκινήτου και να την πάρει στην αγκαλιά του.
Ήταν σαν μια στιγμή να σταμάτησε ο κόσμος ολόκληρος ,λίγο πριν ακουμπήσει την ευτυχία με τα ακροδάχτυλα. 

Ήταν εκεί, καθισμένη,
είχε φτάσει στην πηγή και το μόνο που του είχε απομείνει ήταν να πιει το νερό. Τους χώριζαν μονάχα ελάχιστα μέτρα.

Δεν πρόλαβε να κάνει πολλά και η αίσθηση της σιγουριάς , η βεβαιότητα ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, άρχισε να εξαφανίζεται.  Το φανάρι εγινε πράσινο και τα αμάξια ξεκίνησαν. 
Το μαύρο αμαξι άρχισε να χάνεται από το οπτικό του πεδίο.

Τώρα δάκρυα άρχιζαν να κυλούν ανεξέλεγκτα ενώ εκείνος είχε μείνει εντελώς ακίνητος.

Κόρνες και φωτά τον έκαναν να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. 

Έτρεξε μέσα στο αυτοκίνητο του και πάτησε το γκάζι στο τέρμα. Δεν ήξερε που βρισκόταν το όχημα που καταδίωκε , παρ' όλα αυτά γνώριζε την κατεύθυνση που είχε πάρει, έτσι συνέχισε.

Έφτασε κοντά στα προάστια, εκεί που ήταν και το ξενοδοχείο( χωρίς αυτός να το γνωρίζει) .

Τα μάτια του πέταγαν σπίθες, τα χέρια του έτρεμαν πάνω στην καμπύλη του τιμονιού και είχε ανεβάσει επικίνδυνα παλμούς. 

Δεν άργησε πολύ να έρθει. Ένα ακαριαίο, απότομο φρενάρισμα.
Έκλεισε τα μάτια του .

Στο μεταξύ...

5 yearsWhere stories live. Discover now