25

32 9 0
                                    

Ο φύλακας άγγελος μου , δεν θα με άφηνε ετσι, υποσχέθηκε ότι πάντα θα με προστατεύει και αυτό θα έκανε.

Με έπιασε και ένωσε τα σαρκώδης χείλη του με τα δικά μου σκισμένα και μου χάρισε ένα φιλί γεμάτο πάθος.

《 Είχα ξεχάσει αυτή την αίσθηση, μπορείς να το ξανά κάνεις;》 του λέω χαμογελώντας και μόλις βλέπει το χαμόγελο μου δαγκώνει τα χείλη του ,έπειτα με πιάνει και με ξανά φιλάει.

《 ξέρεις κάτι; πάλι ξέχασα 》
《 ε αφού ξέχασες θα στο ξανά θυμίσω , όσες φορές θέλεις, αφού γυρίσουμε σπίτι και σιγουρευτώ ότι θα είσαι ασφαλής 》

Τον βοήθησα να σηκωθεί επειδή ήταν χτυπημένος από το ατύχημα με το αυτοκίνητο, αλλά πάλι καλά είχε προλάβει να βγει από αυτό πριν γίνει μια πύρινη κόλαση.

Η αστυνομία ήρθε να μας βοηθήσει αφού τους είχα εξηγήσει και τι εχει προηγηθεί μέσω του τηλεφωνήματος μου. Ένας από τους αστυνόμους μας πρότεινε να μας γυρίσει σπίτι, μας οδήγησε στο περιπολικό και βοήθησε τον Αχιλλέα να μπει σιγά σιγά.

Ο Αχιλλέας καθόταν στο μπροστινό κάθισμα ενώ εγω καθόμουν ακριβώς πίσω του. Είχε απλώσει το χέρι του και κρατούσε το δικό μου. Μα εκτός από τα χέρια μας μας ένωναν και άλλα πράγματα, όπως το άγχος και των δύο μας.
Μπορούσα να καταλάβω ότι ακόμα ήταν φοβισμένος μήπως μου συμβεί κάτι, γιατί το χέρι του έτρεμε , εγώ προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, να του δείξω την τρυφερότητα μου μέσα από μικρά ανάλαφρα χάδια .

Μέσα σε μισή ώρα ήμασταν μπροστά από το σπίτι μας. Καληνυχτίσαμε τον αστυνόμο, εκείνος
είπε να ξεκουραστούμε προς το παρόν και πως αύριο θα ερευνούσανε και την δική μου υπόθεση .

Φτάνουμε στην εξώπορτα και τρέμω, αλλά αυτή την φορά από ευτυχία.

Ο Αχιλλέας πιάνει τα κλειδιά από την τσέπη του μπουφάν του που μου είχε φορέσει για να μείνω ζέστη.

Ένα εκτυφλωτικό φως πίσω μας , μια φωνή πολύ γνώριμη , συγκεκριμένα, σιχαμένα γνώριμη.

Ο Νίκος στεκόταν απέναντι μας φωτίζοντας μας με ένα φακό.
Μολις έκλεισε τον φακό και τα μάτια μου συνήθισαν ξανά το σκοτάδι, κατάλαβα ότι κρατούσε ένα όπλο προς την πλευρά μας.
Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι.

Ο Αχιλλέας είχε καταλάβει τι θα συνέβαινε οπότε με τράβηξε πίσω του και μπήκε ανάμεσα στην απόσταση που χώριζε εμένα και τον Νίκο .

《 δεν θα σε αφήσω να την πάρεις ξανά από μένα, ακους ; Θα σας καταστρέψω!》 Φώναξε και γέλασε σαν να τα είχε χαμένα.

Ο Αχιλλέας τον πλησίασε αργά προσπαθώντας να τον λογικέψει.
《 δεν έχει νόημα όλο αυτό που προσπαθείς να κάνεις, κανένας δεν θα βγει κερδισμένος. Εσύ στην φυλακή και εγώ κάτω από το χώμα》 είπε με έναν ήρεμο τόνο στην φωνή του , πλησιάζοντας τον Νίκο αργά και σταθερά.
Ο Νίκος χαμήλωσε το όπλο και μας κοίταξε με μια λύπηση.

《 ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί διάλεξε εσένα, τι το ξεχωριστό έχεις; δεν είσαι καν τέλειος. Δεν έχω καν λόγο να σε μισώ. Παρ όλα αυτά την πήρες μακρυά μου οπότε προτιμώ να βρίσκομαι εγώ στην φυλακή και εσύ κάτω από το χωμα!》
Σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε.


Τελικά ο ουρανός είναι πιο όμορφος από ότι πίστευα, υπήρχαν αστέρια που δεν είχα παρατηρήσει , κόσμοι ολόκληροι κρυμμένοι πίσω από χιλιάδες μίλια. Ούτε την ζεστασιά που έβγαζε το έδαφος είχα παρατηρήσει, μια γλυκειά ζεστασιά. Ωστόσο δεν είχα καταλάβει πόσο ταιριάζει το άσπρο με το κόκκινο μέχρι τώρα, που είδα το αίμα μου να απλώνεται ολότελα στο λευκό μου φόρεμα.
Χαμογέλασα όμως ,γιατί γνωρίζα πόσο του αρέσει να με βλέπει χαρούμενη.

Γείτονες μαζεύτηκαν να δουν τι συνέβη αφού είχαν ακούσει επίσης τον πυροβολισμό. Ο Νίκος στεκόταν σοκαρισμένος λίγα μέτρα πιο πέρα. Δεν είχε προβλέψει ότι θα έμπαινε μπροστά από τον Αχιλλέα για να τον προστατέψει, ίσως να μην είχε αντιληφθεί ότι αγαπούσε αυτό το αγόρι με όλη της την ψυχή, περισσότερο απ' ότι αγαπούσε τον ίδιο της τον εαυτό και ολα τα άστρα του ουρανού μαζί.

[...]

Ο Αχιλλέας έπεσε πάνω από το μισοπεθαμένο μου σώμα, η σφαίρα είχε χτυπήσει τον θώρακα μου .
Έκανε να πιάσει το μαχαίρι που είχε στην τσέπη του, για προστασία , να κόψει τον λαιμό του. Όταν τα χέρια του βρέθηκαν άδεια, μόνο τότε θυμήθηκε ότι το είχε χάσει στο τροχαίο.
Τότε οι γείτονες έσπευσαν να του αδράξουν τους καρπούς των χεριών του . Εκείνος ούριαξε και πέταξε από πάνω του τον άνδρα που τον κρατούσε . Έπεσε ξανά πάνω από το σώμα μου και με ορμή του βγηκε ένα ουρλιαχτό και μετά άλλο ένα.

Η θλίψη είχε αντικατασταθεί από μια θηριώδες οργή, παραλίγο να σκοτώσει τον Νίκο επιτόπου, μονο που για να το κάνει θα έπρεπε πρώτα να αφήσει εμένα από την αγκαλιά του . Και δεν μπορούσε να το κάνει αυτό.

Το τελευταίο πράγμα που κατάφερα να του πω ήταν 《 κοίτα με 》.
Ήθελα απλά να κοιτάξω τα μάτια του .
Αυτά τα μάτια που δεν είχε καταλάβει πόσο πανέμορφα ήταν.

Το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκα ήταν: Αχιλλέας.

5 yearsWhere stories live. Discover now