04

59 13 0
                                    

----------------------------------------------------------‐-------------------
Αχιλλέας Αλεξίου

Εντάξει δεν είμαι και
πολύ καλά

Έσπασα αρκετά κόκαλα

Ευχαριστώ για το
ενδιαφέρον
_

________________________________________________

Είχα φτάσει στο σπίτι όταν άνοιξα το μήνυμα του. Από τότε αρχίσαμε να μιλάμε

Μετά από κάποιον καιρό βγήκε από το νοσοκομείο αλλά δεν μπορούσε να έρθει στο σχολείο.

Ένα ήξερα όμως...είχα πολύ άγχος για την πρώτη φορά που θα τον συναντούσα.

Όλα κυλούσαν ομαλά. Μα πιστεύω δεν είχε(α) καταλάβει τα συναισθήματα μου για εκείνον...

2 εβδομάδες μετά το ατύχημα...

Άκρως ανυποψίαστη έκανα τα ψώνια της εβδομάδας στο σουπερ μάρκετ της περιοχής , μιας και οι γονείς μου δεν προλάβαιναν .. απασχολημένοι με τις δουλειές τους όπως πάντα και συντονισμένοι στους γρήγορους ρυθμούς της σημερινής εποχής.

[...]

Φορούσα μια μαύρη ζακέτα η οποία μου ήταν τόσο φαρδιά και έκρυβε τα τρομακτικά λεπτά μου χέρια.

Το καλάθι με τα ψώνια ήταν λίγο βαρύ για τα δικά μου δεδομένα αλλά μου είχαν μείνει λίγα ψώνια ακόμα οπότε κοιτούσα να τελειώνω για να επιστρέψω σπίτι.

Καθώς χάζευα το ράφι με τις κρέμες άκουσα μια τσιριχτή , ναζιάρικη φωνή:

《θέλω να πάρουμε και αυτό καλέ! Έλα να δεις! 》

Και τότε στο οπτικό μου πεδίο διέκρινα κάτι που είχε όγκο. Γύρισα λίγες μοίρες για να αντικρίσω ένα αναπηρικό καροτσάκι και πάνω του τον Αχιλλέα.

Δίπλα του μια ψιλόλιγνη φιγούρα. Μια κοπέλα με ξανθά καρέ μαλλιά που στεκόταν με έναν αέρα "εγώ είμαι και καμία άλλη " μπροστά από ένα ράφι με κάτι αρκουδάκια που έμοιαζαν λες και πριν τα βγάλουν για πούλημα τα είχαν κάνει ένα μπάνιο στον Θερμαϊκό.

Χωρίς δεύτερη σκέψη γύρισα μπροστά μου. Η κουκούλα της ζακέτας κάλυπτε όλο μου το κεφάλι(πάλι καλά)

Νομίζω πως δεν με είδε αλλά καλου κακού για να μην φανεί περίεργο έκανα ότι έψαχνα κάτι στο ράφι.

- το θέλω!!!
- νομίζω ότι προχθές είχες πάρει και άλλο.. Τι να τα κάνεις τόσα;
- μωρό μου ! Γκρίνιαξε εκείνη. 

Εκείνος υποχώρησε και αυτή πέταξε ένα από τα μεταλλαγμένα αρκουδάκια μέσα στο καλάθι τους που ήταν πάνω στα πόδια του χτυπημένου Αχιλλέα.

"Ποια είναι αυτή;"
Μέσα στο κεφαλι μου φυσικά και σκέφτηκε τα χειρότερα. Έχει κοπέλα και εγώ του μιλάω... απίστευτο. Νόμος των κοριτσιών φιλεεε πρέπει να σταματήσω.

Μα πως μπόρεσε; Δεν μου είπε τίποτε ....
Και με άφησε να νομίζω ότι...
Ποιον κοροϊδεύω...
Σιγα μην πήγαινε κάτι καλά στην ζωή μου , η χαζή το 'χα πιστέψει...

Είχα τελειώσει τα ψώνια και με δυσκολία σήκωνα πλέον το καλάθι. Λίγο πριν το ταμείο το καλάθι μου έπεσε από τα χέρια κάνοντας μερικά πράγματα να πέσουν έξω και ένα βάζο μαρμελάδας να σπάσει.
(η αγαπημένη μου γεύση )

Ξεφεύγει ένας αναστεναγμός. Και τότε βγάζω την κουκούλα για να πιάσω μια κοτσίδα τα μαλλιά μου μπας και σταματήσουν να μπαίνουν μέσα στα μάτια, στόμα ότι βρουν τέλος πάντων

Πάλι αυτή η ψηλή φωνή.

《τι απρόσεκτο κορίτσι Αχιλλέα δες ! 》

Έβαλα γρήγορα την κουκούλα μου ,έπιασα το καλάθι βιαστικά και πήγα να σηκωθώ μα ακριβώς μπροστά μου ήταν ο Αχιλλέας.

Φαινόταν ταλαιπωρημένος και ανέκφραστος.
Με κοίταξε αλλά δεν έβγαλε λέξη .

Αυτή η κοπέλα ενοχλημένη από την παρουσία μου σπρώχνει τον Αχιλλέα και λέει 《άντε πάμε, θέλω να τελειώσω αυτή την εργασία της χημείας 》

Πλήρωσα όλα τα πράγματα και αφού τα έβαλα στην τσάντα μου πήρα τον δρόμο της επιστροφής.

5 yearsWhere stories live. Discover now