•Κεφάλαιο δεκαπέντε• 🍎

43 6 1
                                    

Το πρωί ξύπνησα γεμάτος ενοχές από την απερίσκεπτη κίνηση που είχα κάνει τη προηγούμενη μέρα. Ένιωθα άσχημα που έβαλα σε κίνδυνο το βασίλειο μας παρόλο που εμένα μου φάνηκε εντελώς άκακη. Έτσι φόρεσα την βασιλική μου στολή και κατέβηκα να απολογηθώ στον πατέρα μου για ακόμη μια φορά. Ωστόσο το κάστρο ήτανε άδειο κι αυτός άφαντος. Δε έδωσα ιδιαίτερη σημασία, υποθέτοντας πως είχε δουλειά κι απλά βγήκα στον κήπο να πάρω αέρα. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη κι τα πουλιά πέταγαν δεξιά κι αριστερά, κελαϊδώντας από χαρά.

Αν είναι κάτι που ζήλευα σε αυτά τα πλάσματα είναι η ελευθερία που έχουν. Πάντα ήθελα να μαι ελεύθερος και να ταξιδεύω σε όλο το κόσμο. Ίσως μια μέρα και να το έκανα, να έβρισκα τον τρόπο και να άνοιγα και εγώ τα φτερά μου. Ίσως πάλι να πέρναγα όλη μου την ζωή στους τέσσερις τοίχους του βασιλείου, πνιγμένος στα άγχη και τις υποχρεώσεις. Ένα τσιριχτό γέλιο με απέσπασε από το τρένο των σκέψεων μου. Ένα γέλιο όμοιο με αυτό του θείου Έντμοντ, γεγονός που μου προκάλεσε περιέργεια. Δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν εδώ, αν ήταν θα είχε έρθει να χαιρετίσει.

Κοίταξα τριγύρω μου και σιγά-σιγά βημάτησα προς τα εκεί από όπου κι ακούστηκε ο θόρυβος. Φτάνοντας στο μέρος ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται στο θέαμα μπροστά μου. Ήταν η Τάμπιθα κολλημένη στο τοίχο, με τα πόδια ορθάνοιχτα και τυλιγμένα γύρω από την λεκάνη του Έντμοντ. Εκείνος της φιλούσε παθιασμένα το λαιμό ενώ τα χέρια του ταξίδευαν σε όλο το μήκος του κορμιού της.

Ένα επιφώνημα ξέφυγε από τα χείλη μου τραβώντας την προσοχή κι των δύο. Η έκφραση των προσώπων τους άλλαξε κατευθείαν απο ικανοποίηση σε τρομαγμένη καθώς μάταια προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν και να κρύψουν τα εκτεθειμένα μέρη του σώματος τους.

«Άαρον εγώ..» τραύλισε ο θείος ανήμπορος να αρθρώσει την παραμικρή λέξη. «Να σου εξηγήσω» συνέχισε

«Τι να μου εξηγήσεις θείε; δεν υπάρχει κατι να μου εξηγήσεις το είδα με τα ίδια μου τα μάτια» μουρμούρισα μπερδεμένος

Δε απάντησε. Δε είχε κάτι να πει κιόλας. Τι να έλεγε άλλωστε αφού τον είχα πιάσει μόλις στα πράσα. Εκείνη απατούσε τον πατέρα μου και εκείνος την θεία μου. Άραγε τι γνώμη θα είχε ο Στήβεν αν μάθαινε για τα καμώματα του πατέρα του. Σίγουρα θα ήταν συντετριμμένος. Και η θεία; Δε θα το άντεχε, θα γίνονταν χαμός στο βασίλειο των Άνταμς. Όμως αν το κρατούσα κρυφό θα έσκαγα αργά ή γρήγορα.

«Άαρον αν πεις κάτι σε οποιονδήποτε θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα» είπε η Τάμπιθα απειλητικά καθώς έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου

Ο σκοτεινός πρίγκιπαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora