•Κεφάλαιο δεκαοκτώ• 🍎

40 8 2
                                    

Οι ώρες δε έλεγαν να περάσουν κι καθώς κυλούσαν τα λεπτά ένιωθα ολοένα και πιο εγκλωβισμένος. Τα τοιχώματα έσταζαν από υγρασία ενώ από τις λιγοστές τρύπες των τούβλων εισέρχονταν διάφορα έντομα και τρωκτικά. Μέσα μου ένιωθα άδειος, αδικημένος και μόνος. Απίστευτα μόνος. Ένιωθα λες κι ο κόσμος γύρω μου με εγκατέλειπε, ο ένας μετά τον άλλον.

Ξεκίνησε με τον αγαπητό ξάδερφο που ούτε εμφανίστηκε ξανά να με δει, στην συνέχεια από τον υποτιθέμενο αδερφό μου, αν κι ανέκαθεν δε φαίνονταν να με συμπαθεί, κι ολοκληρώθηκε με τον πατέρα μου ο οποίος ήρθε απλά να μου πει αντίο. Μπορεί να μου έδωσε το κλειδί αλλά δεν αντέδρασε εκεί που είχε σημασία. Δε έφερε αντίρρηση στην δίκη μου. Απλά στάθηκε με βουρκωμένα μάτια να παρακολουθεί το ξεφτιλισμό μου. Άραγε θα με εγκατέλειπαν και τα παιδιά όπως οι άλλοι; Θα πίστευαν αυτές τις αισχρές κατηγορίες; Εγώ; Δολοφόνος; Εγώ, ο πρίγκιπας που βοηθούσε τα ορφανά και συναναστράφηκε πραγματικά με το λαό του; Εγώ είναι δυνατόν να ήμουν τέτοιο τέρας; Δε το χωρούσε ο νους μου.

Και με πλήγωνε το γεγονός ότι δε αμφισβήτησαν το Ρίτσαρντ. Δε έκατσαν να ερευνήσουν περισσότερο την υπόθεση. Δε έκατσαν να με ρωτήσουν αν προηγήθηκε κάτι. Όχι, στάθηκαν απλά σε αυτό που είδαν. Ξεχνώντας πως εγώ ο ίδιος ήμουν βαριά τραυματισμένος κι λίγες μέρες νωρίτερα πάλευα με τον χάρο. Ξαφνικά αυτά σβήστηκαν και μπροστά τους στέκονταν ένας κακοποιός. Ένα τίποτα. Και αυτό το τίποτα σάπιζε τώρα μόνο στο κελί του ίδιου του, του σπιτιού. Με το τραύμα να ματώνει που και που και την καρδιά να ραγίζει από πόνο και απογοήτευση.

Ήταν όλα τόσο σκοτεινά δίχως καμία ρωγμή να φαίνεται ο χώρος έξω, έτσι δε ήξερα αν ήταν ακόμα βράδι ή αν ξημέρωνε. Το μόνο που μπορούσα και έβλεπα ήταν οι σκιές από τα ζώα που κινούνταν και η φλόγα του πυρσού στον τοίχο. Τα βλέφαρα μου άρχισαν να γίνονται πιο βαριά και σιγά-σιγά το σώμα μου έπεσε για ύπνο. Ωστόσο δε πρόλαβα να ξεκουραστώ σχεδόν καθόλου, παρά μονάχα ελάχιστα. Ο ήχος των βημάτων κάποιου με σήκωσαν από την χαλάρωση μου. Όταν άνοιξα τα βλέφαρα μου ξανά βρήκα την Τάμπιθα να στέκεται στην πόρτα με ένα διάπλατο χαμόγελο στο πρόσωπο της.

«τι θέλεις εσύ εδώ;» μουρμούρισα αγριεμένος

«Ήρθα να σε πάρω, σαν καλή μανούλα»  απάντησε ειρωνικά

Έπειτα ξεκλείδωσε την πόρτα και με τράβηξε έξω.

«Ούτε να διανοηθείς να κάνεις κάτι, οι άντρες μου βρίσκονται λίγο πιο πέρα» ψιθύρισε την ώρα που με καθοδηγούσε

Ο σκοτεινός πρίγκιπαςTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon