•Κεφάλαιο δεκαέξι• 🍎

34 6 2
                                    

Η μαυρίλα που είχα ως τώρα εξαφανίστηκε καθώς πετάλησα τις βλεφαρίδες μου επανειλημμένα για να φύγει η θολούρα που επικρατούσε στην όραση μου. Τα πάντα γύρω μου φαίνονταν σκοτεινά ενώ ένας οξύς πόνος διαπερνούσε κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Προσπάθησα να ανασηκωθώ στην θέση μου αλλά ένιωσα την πλάτη μου να με τραβάει. Αυτό με έκανε να ουρλιάξω από πόνο. Τότε βήματα ήχησαν έξω από την πόρτα και μετά από λίγο ο πατέρας μου χύμηξε στο δωμάτιο.

«Άαρον; Ξύπνησες αγόρι μου;» ψέλλισε καθώς πλησίασε το κρεβάτι στο οποίο ήμουν ξαπλωμένος κι με έσφιξε στην αγκαλιά του «νόμιζα πως σε έχασα, πάλι καλά είσαι καλά» συνέχισε

«Τι έγινε; Που είμαι;» ρώτησα μπερδεμένος

Η μνήμη μου ήταν σχεδόν κενή, το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν κάποιον να εισέρχεται στο δωμάτιο μου. Από εκεί και πέρα όλα ήταν μια θολούρα, σαν ένα κακό όνειρο.

«Είσαι στο δωμάτιο μου. Ήσουν αναίσθητος σχεδόν μια βδομάδα. Δέχτηκες επίθεση από κάποιον εισβολέα. Ίσως κάποιο εχθρικό βασίλειο, αν και δε γνωρίζω κάποιον που να θέλει το κακό μας. Είχες τρομερή αιμορραγία, ο γιατρός είπε πως από θαύμα έζησες. Όποιος και αν ήταν αυτός που σου επιτέθηκε, σου έκανε μεγάλη ζημιά» εξήγησε

Σιγά-σιγά το μυαλό μου άρχισε να ξεθολώνει και περισσότερες λεπτομέρειες από εκείνη την νύχτα να έρχονται στην επιφάνεια. Κάποιος προσπάθησε να με σκοτώσει. Κάποιος γνωστός και όχι ύπουλος, άγνωστος εισβολέας. Κάποιος που εμπιστευόμουν. Κάποιος που αν έβλεπα μπροστά μου θα τον έπνιγα με τα ίδια μου τα χέρια.

«Ανησυχήσαμε για εσένα» είπε με αποτέλεσμα να με αποσπάσει από τις σκέψεις μου

«Ανησυχήσατε; Ποιοι ακριβώς ανησυχήσατε;»

«Εγω, οι φίλοι σου, ο Ρίτσαρντ, η μητριά σου»

Ένα πνιχτό γελάκι ξέφυγε από τα χείλη μου την ώρα που την ανέφερε. Ήμουν σίγουρος πως δε την πείραξε καθόλου αυτό που μου συνέβη. Μη σας πω κιόλας ότι ήταν περιχαρής. Πιο πιθανόν είναι να απογοητεύτηκε που επιβίωσα.

«Ναι, αμφιβάλλω ότι ανησύχησαν όλοι αυτοί. Ο Στήβεν που είναι; Πέρασε; Δε τον ανέφερες» σχολίασα και εκείνος χαμογέλασε στραβά

«Οχι μονάκριβε μου, δε πέρασε. Βρίσκεται σε ταξίδι στη Ουαλία. Έστειλε ένα όμορφο καλάθι με φρούτα όμως και σου εύχεται καλή ανάρρωση»

«Αα μάλιστα, λείπει...»

Την συζήτηση μας την διέκοψε η Τάμπιθα, η οποία εισήλθε στο χώρο με ένα ξινισμένο ύφος στο πρόσωπο της. Με κοίταξε στιγμιαία και δίχως να μου δώσει περαιτέρω σημασία, έστρεψε την προσοχή της προς τον πατέρα.

Ο σκοτεινός πρίγκιπαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora