Ανατριχίλα

547 32 59
                                    

~1 εβδομάδα μετά

Πονούσε ακόμη πολύ. Πολύ περισσότερο από ότι περίμενα. Τις τελευταίες μέρες έτρωγα ελάχιστα, έκλαιγα πολύ και οι μετακινήσεις μου περιορίζονταν από το δωμάτιό μου στο μπάνιο. Τα βράδια αργούσα να κοιμηθώ και ήταν η πιο δύσκολη φάση της ημέρας. Όλα έμοιαζαν πιο έντονα τη νύχτα. Οπότε κοιμόμουν όλο το πρωί. Όσες μέρες δηλαδή κατάφερνε να με πάρει ο ύπνος... Όσο για τις εισαγωγικές, το είχα παρατήσει το θέμα. Ίσως να πήγαινα να δώσω απλά για την εμπειρία, αλλά ήξερα ότι δεν θα περνούσα. Δεν με ένοιαζε κιόλας στην παρούσα φάση. Αυτός με είχε βοηθήσει να πάρω την απόφαση. Δεν είχε νόημα αν δεν τον είχα δίπλα μου. Το χειρότερο βέβαια ήταν ότι δεν μιλούσα σε κανέναν. Ο μπαμπάς μου είχε μάθει τι είχε συμβεί και είχε σεβαστεί ότι δεν ήθελα να συζητήσω για αυτό. Όσο για τη Vic όταν της το είπα φάνηκε ότι θύμωσε πολύ από τη συμπεριφορά μου. Όσο φίλη της και να ήμουν, ήξερα ότι αγαπάει τον Damiano σαν αδερφό της. Παρόλο που ήμασταν στο ίδιο σπίτι την απέφευγα. Εκείνη έκανε προσπάθειες για να με κάνει να νιώσω καλύτερα, όπως και ο Ethan με τον Thomas. Ερχόντουσαν σπίτι, αλλά πάντα επέλεγα να κλειστώ στο δωμάτιο μου και να κλάψω κάτω από τα σκεπάσματα. Ένα βράδυ όμως τους είπα τα πάντα. Πώς ένιωθα, τι είχα μέσα μου, πόσο μου έλειπε η αγκαλιά του. Άκουσαν σιωπηλοί κάθε λεπτομέρεια που είχα να τους πω. Φάνηκε να στεναχωριούνται πολύ και να παίρνουν μέσα τους όλο αυτό που βιώναμε με τον Damiano. Εκείνη τη νύχτα με δικαιολόγησαν. Έστω σε ένα μικρό βαθμό. Πάλι όμως δεν ήταν αρκετό για να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Προσπαθούσα συνεχώς τις προηγούμενες μέρες να επικοινωνήσω με τον Damiano, αλλά εννοείται δεν ήθελε να με δει ούτε για αστείο. Μου έκλεινε τα τηλέφωνα, δεν απαντούσε στα μηνύματα και μία φορά που πήγα σπίτι του δεν μου άνοιξε καν την πόρτα. Από χθες σταμάτησα να προσπαθώ και σεβάστηκα το ότι δεν ήθελε να με δει. Ξαφνικά άκουσα το χτύπημα της πόρτας μου.

«Έλα.» είπα και η φωνή μου βγήκε με δυσκολία. Μπήκε μέσα η Victoria κοιτώντας με συμπόνια. Με πλησίασε και έκατσε δίπλα μου. Ακούμπησε το γόνατό μου και μου χαμογέλασε.

«Θα πάω στη δουλειά. Θέλεις να σου φέρω κάτι όταν γυρίσω;» ρώτησε και απλά κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, «Έφτιαξα μακαρόνια. Να φας.» μου είπε ήρεμα.

«Δεν πεινάω.» είπα και κοίταξα κάτω.

«Summer πρέπει να φας.» είπε έντονα.

«Πώς είναι;» ρώτησα και την κοίταξα, προσπερνώντας τη συμβουλή της. Ξεφύσησε.

«Κομμάτια. Κάθε φορά που πάμε να τον δούμε βρωμάει το σπίτι οινόπνευμα.» είπε και κατάπια έντονα, «Μία μέρα ήταν τόσο χάλια που εμείς τον κάναμε μπάνιο και τον βάλαμε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.» είπε και όσο πήγαινε ο τόνος της φωνής της χαμήλωνε. Έκλεισα με δύναμη τα μάτια μου και κράτησα τα δάκρυα μου. Της είχα πει να μου λέει τι κάνει κι ας μην μου έκανε καλό. Κι ας μην άντεχα να ακούω πως είναι κομμάτια. Πως προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του όπως και εγώ.

Amore//Damiano DavidTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon