Κεφάλαιο 1

433 29 24
                                    


“Μνήμη εστίν η του γνωσθέντος τήρησις· ανάμνησις, η του απελθόντος ανάληψις.”

Μέγας Βασίλειος


Πάντοτε απορούσε η Ελπίδα, πώς συνέχιζε να χτυπάει η καρδιά της μετά απ’ όλα αυτά... Μετά από τόσα δεινά, μαρτύρια, τόσες κακουχίες, τόση θλίψη και θρήνο που πέρασε, όλοι νόμιζαν πως η καρδιά της θα υποκύψει, κι όμως αυτή συνέχιζε να χτυπάει πιο δυνατά. Όμως η Ελπίδα γνώριζε πως όλα κρέμονταν από μία λεπτή μηχανική κόκκινη κλωστή, η οποία όταν κοπεί η ίδια θα έπαυε να υπάρχει. Αυτή θα γινόταν μία μονάδα ανάμεσα στους δισεκατομμύρια άλλους ανθρώπους που υπήρξαν κι αυτοί προσωρινοί πάνω σε τούτη τη γη, όπως αυτή. Ένας κόκκος σε μία ογκώδης παραλία, ένα κύτταρο μέσα σε ένα σώμα, ένα τίποτα μπροστά στο σύμπαν. Αυτή μονάχα η σκέψη, την ενθαρρύνει να συνεχίσει να ζει ούτως ώστε να αισθανθεί πως άφησε κάτι σε αυτό τον κόσμο είτε αυτό είναι ασήμαντο είτε σημαντικό, όταν φύγει για το ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Όλοι μας κτίζουμε πάνω σε θεμέλια που τέθηκαν από τους προγόνους μας. Κάθε ατομικό ή συνολικό έργο συνεχίζει το κέντημα του κόσμου, είτε ομορφαίνοντας είτε αλλοτριώνοντάς το. 

Τότε συνειδητοποίησε η Ελπίδα πως πάλι αφέθηκε στο συνειρμό των σκέψεων της και ένας Θεός γνώριζε πόσο καιρό είχε μείνει ακίνητη, κρατώντας στα χέρια της το τελευταίο αντικείμενο που θα ήθελα να πάρει μαζί της στην Ελλάδα...

Η Ελπίδα αγκάλιασε σφιχτά πάνω από το στήθος της το υποτιθέμενο “ημερολόγιό” της, την Μαριάνθη της. Έκλεισε τα μάτια της, κάνοντας έτσι μία γρήγορη αναδρομή στις παιδικές της αναμνήσεις και τις εφηβικές... Πάλι αφέθηκε στο επώδυνο παρελθόν, πάντα αυτό με την πρώτη ευκαιρία ερχόταν σε πρώτη σκέψη... Αναμνήσεις χρόνων ολόκληρων κατάφεραν να χωρέσουν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. “Τι ψευδαίσθηση είναι η ζωή! Πόσο απατηλός και ύπουλος είναι ο χρόνος! Μόλις σου περάσει από το μυαλό ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, ξαφνικά βρίσκεις το εαυτό σου μπροστά στα περιθώρια του θανάτου!” 

Άνοιξε τα μάτια της αργά και επανήλθε για ακόμη μία φορά στην πραγματικότητα. Τοποθέτησε προσεχτικά, σαν να έβαζε ένα βρέφος μέσα στην κούνια του, το πιο πολύτιμο αντικείμενο από όλα τα υπάρχοντά της πάνω από τα ρούχα της και έκλεισε οριστικά τη βαλίτσα της. Την έπιασε στο χέρι και βγήκε από το δωμάτιό της. Έριξε μία φευγαλέα ματιά σ’ αυτό, νοσταλγώντας το ήδη. Της έλειπε ήδη το σπίτι της, το χωριό της, η Κύπρος, αν και ακόμη δεν είχε φύγει, τα πόδια της πατούσαν ακόμη σε κυπριακή γη. Ο αποχωρισμός με ένα μέρος που αγαπά κανείς δεν είναι άπονος, έστω και προσωρινά.

Ο Άγγελος του Θανάτου Where stories live. Discover now