Κεφάλαιο 2

56 7 0
                                    


“Η μνήμη είναι μια αίσθηση απώλειας, και η απώλεια μας έλκει.”

Marilynne Robinson

Η δεύτερη μέρα μέσα στη Μεσόγειο έφτανε στο τέλος της. Αυτό το ταξίδι μέχρι στιγμής της πρόσφερε αξέχαστες θέες, κυρίως όμως απέραντη ησυχία. Της έλειπαν αυτές στιγμές που μπορούσε να επικεντρωθεί στο εαυτό της χωρίς εξωτερικές παρεμβολές. Απολάμβανε την ησυχία που ήταν απούσα από την καθημερινότητά της. Η Ελπίδα έτσι μπορούσε να συγκεντρωθεί πλήρως στο διάβασμά των βιβλίων της και στην εκμάθηση της Ουγγρικής γλώσσας, κλεισμένη στην καμπίνα της, καθισμένη στην καρέκλα του μικρού γραφείου. Μονάχα αυτή έχοντας ως σύντροφός της το χαρωπό τραγούδι των γλάρων. Τότε σαν και να ένιωσε ένα μικροσκοπικό κομμάτι του Παραδείσου, γιατί μέσα σε εκείνη τη χρονική στιγμή αισθάνθηκε σαν κι η ψυχή της να είχε ενωθεί με το ελάχιστο εναπομείναντος θεϊκό στοιχείο σ’ αυτόν τον αμαρτωλό κόσμο. Ο Αχιλλέας από την άλλη, κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ημερών, δημιούργησε φιλικούς δεσμούς με τους ναύτες, ακόμη και με τον καπετάνιο. 

Με το πέσιμο της δεύτερης νύχτας, μετά το δείπνο, η Ελπίδα σαν και να μη μπόρεσε να κοιμηθεί, συνεχώς γύριζε μέσα στο κρεβάτι της και ο ύπνος δεν έλεγε να την πιάσει σαν και να την κατέτρωγε κάτι μέσα της. Ξάπλωσε ανάσκελα κοιτάζοντας το μεταλλικό ταβάνι, το οποίο φωτιζόταν από τις ακτίνες της Σελήνης που έμπαιναν σαν νεράιδες από το κυκλικό παράθυρο. Σηκώθηκε μονομιάς για να κοιτάξει αυτή την ηρεμία που κυριαρχούσε εν ώρα σφοδρού και ανελέητου πολέμου.

Η νύχτα κι η θάλασσα σαν και να συμφώνησαν μεταξύ τους, γιατί μία αχανή γαλήνη σκέπασε όλη τη Μεσόγειο. Τίποτα δεν ακουγόταν πέραν μόνο από τα μικρά κόμματα που χτυπούσαν τα έξαλα μέρη του πλοίου. Ο έναστρος ουρανός αντικατοπτριζόταν πάνω στα ακίνητα νερά της θάλασσας που κάποτε οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν “Mare nostrum”. Τα λευκά αστέρια είχαν σκεπάσει όλη τη σκούρα θάλασσα σαν και να ήταν στολισμένη με περίλαμπρα στολίδια κι αντίστοιχα αυτά έλαμπαν σαν φλογίτσες κατάλευκες πάνω στο πελώριο μαύρο πέπλο της Νυκτός...Το μεγαλύτερο και το πιο επιβλητικό απ’ όλα αποτέλεσε η πανσέληνος. Εκείνο το παράξενο ουράνιο σώμα που ήταν αλησμόνητος σύντροφος της Γης, αλλά και της ηρωίδα μας. Πόσα είδε και πόσα ακόμα θα δει, μόνο αυτή κι ο Θεός γνώριζαν. Όμως αυτό το βράδυ, αυτή η απλή απορία της Ελπίδας άνοιξε μία μεγάλη περιπέτεια σε έναν νέο τομέα της ζωής της.  Η Ελπίδα πήρε μία βαθιά εισπνοή για να εγκλωβίσει μέσα της για χρόνια ολόκληρα αυτή την ειρήνη της φύσης και να τη μιμηθεί. 

Και τότε συνειδητοποίησε τι την κρατούσε ξύπνια ή βασικά ποιος. Το όνομα “Γκέοργκ Μίλλερ” είχε γαντζωθεί στο μυαλό της και δεν έλεγε να φύγει. Μόνο το δικό του όνομα αναφέρεται σε κάθε συζήτηση που άνοιγαν μεταξύ τους.

- Τίνος είσαι εσύ, διαβόητε; 

Ψέλλισε. Τον είχε ακουστά, κάπου τον είχε ακούσει ή τον είχε δει. Ωστόσο δε μπορούσε να θυμηθεί, μία πυκνή ομίχλη σκέπασε το μυαλό της σαν και να ήθελε να την εμποδίσει από το να τον θυμηθεί. Σκόπιμα; Δεν ήξερε.

Προσπάθησε να πλάσει το πρόσωπό του, να τον δει και να τον σημαδεύσει οριστικά. Ήθελε να δει ή να το θυμηθεί, για να ξέρει... να ξέρει από ποιον να προσέχει. Μάταια όμως, η φαντασία της αδυνατούσε, η μνήμη της την ξεγελούσε, σαν και να της έλεγαν ότι ένα δαιμόνιο έχει πολλά πρόσωπα και όχι ένα συγκεκριμένο. Σύντομα εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια, εφόσον η μνήμη της δεν επιθυμούσε να συνεργαστεί, αφήνοντάς το ολότελα στα χέρια του Χρόνου. Επέστρεψε στο κρεβάτι της και κοίταξε πάλι το ταβάνι.

Απόρησε η Ελπίδα τότε, πως η φύση να είναι τόσο αρμονική και γαλήνια... όλα εν αεί να βρίσκονται σε τάξη, ενώ ο άνθρωπος που αποτελεί δημιούργημά της να προκαλεί το απόλυτο χάος. Πώς είναι δυνατόν; Αυτό άραγε να σημαίνει πως η λογική του ανθρώπου ήταν δημιούργημα πέραν της φύσεως ή η φύση απέτυχε ως τροφός να μεγαλώσει σωστά το τέκνο της... Ψάχνοντας την απάντηση του απλού αυτού  ερωτήματος μέσα στα έσχατα του περίπλοκου πολυμήχανου μυαλού της, αποκοιμήθηκε, αν και στην ουσία η απάντηση ήταν προφανής. 

Αν και η Ελπίδα ηρέμησε και κοιμήθηκε, σε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά υπήρχε κάποιος που βρισκόταν σε εγρήγορση ακόμα παρά την ώρα και βαθιά μέσα του την αναπολεί, τη σκέφτεται και περιμένει να την ξαναδεί.

 

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

 

Ο Άγγελος του Θανάτου Where stories live. Discover now