Κεφάλαιο 5 ( Β' Μέρος)

31 5 0
                                    

***

- Βούρα Αχιλλέα, βούρα!*

Φώναξε η Ελπίδα, καθώς στο ένα χέρι της κρατούσε τη βαλίτσα της και στο άλλο τα εισιτήρια, και άρχισε να τρέχει με όλες τις δυνάμεις της προς την πλατφόρμα. Το τραίνο ξεκίνησε να κινείται · ευτυχώς όμως τους είδε ο εισπράκτορας και το σταμάτησε. Περίμενε τους καημένους νεαρούς... Ήταν ένας ηλικιωμένος ανθρωπάκος, με ένα γκρίζο μουστάκι και φαλακρός. Της θύμιζε τους γέροντες του χωριού της Ελπίδας που κάθονταν στο μοναδικό καφενείο του χωριού, "στου κύριου Χαράλαμπου" μετά τη θεία λειτουργία. Το καφενείο του κυρίου Χαράλαμπου ήταν ένα παλιό παραδοσιακό κυπριακό σπίτι, με τις ψάθινες χειροποίητες καρέκλες και ξύλινα τραπέζια. Απολάμβαναν το τσουχτερό κρύο του χειμώνα και την ηλιοφάνεια του καλοκαιριού. Εκεί έρρεε σαν ποτάμι ο σκέτος κυπριακός καφές, το τάβλι, τα γέλια και το λαϊκό ουσιώδης κυπριακό πνεύμα, αλλά φυσικά κι εκεί συζητούσαν θέματα περί αέρων και υδάτων. Όσες φορές κι αν περνούσε από εκεί η Ελπίδα πάντα την κερνούσαν κάτι, είτε αυτό θα ήταν ένας χυμός, είτε μαχαλεπί και ζητούσαν τη γνώμη της για το θέμα της ημέρας, μια και ήταν ο μοναδικός μορφωμένος και πολυταξιδεμένος άνθρωπος. Σεβόνταν τόσο την ίδια, όσο και τη γνώμη της παρά το γεγονός ότι είναι γυναίκα. Λάμβαναν σοβαρά υπόψιν ότι κι αν τους νουθετούσε.

Κάθε φορά που καλούσαν την Ελπίδα στο καφενείο, πίστευε πως έπαιρνε σάρκα κι οστά η εθνική συνείδηση της Κύπρου. Οι κρεμασμένες ελληνικές σημαίες, τα πορτραίτα των αγωνιστών του '21, αλλά και προσεχτικά επιλεγμένα αποσπάσματα από σελίδες των εφημερίδων όσον αφορούσε για τον ένδοξο έπος του '40, τόνωνε περαιτέρω την ελληνική συνείδησή της. Όμως το άνθος της αγωνιστικότητας και της ελευθερίας ανθίζει μονάχα πάνω από τα ποτισμένα με αίμα χώματα των ταφών των νέων...

Το τραίνο ξεκινούσε. Νόμιζαν πως ήταν μάταιο το τρέξιμό τους, μία απογοήτευση σχηματίστηκε στα πρόσωπά του. Ωστόσο η τύχη τους χαμογέλασε για ακόμη μία φορά και τους είδε ο εισπράκτορας και το σταμάτησε. Η Ελπίδα μόλις αντιλήφθηκε πως το τραίνο σταμάτησε έτρεξε γρήγορα για να ανεβεί μονομιάς στο βαγόνι τους, όπου κι εκεί τους περίμενε ο εισπράκτορας.

- Καλημέρα σας, παρακαλώ τα εισιτήρια σας δεσποινίς.

- Καλημ... Καλημέρα... Καλημέρα σας. ( τραύλισε η Ελπίδα ) Ναι, ναι, ορίστε το εισιτήριο μου.

Τέντωσε προς το μέρος του το αριστερό της χέρι, στο οποίο κρατούσε σφιχτά τα εισιτήρια τους. Βαριανάσαινε η Ελπίδα, προσπαθούσε να επιβραδύνει τους παλμούς της καρδιάς της κι ο εισπράκτορας κατάφερε να αποσπάσει από το πιάσιμό της το ένα εισιτήριο και το τρύπησε.

Ο Άγγελος του Θανάτου Where stories live. Discover now