Αντί Προλόγου

125 9 2
                                    


4ης Μαΐου 1920


Η νύχτα ήταν παραδόξως ήσυχη και γαλήνια παρά τα μαύρα σύννεφα που εδώ και καιρό είχαν αρχίσει να πυκνώνουν αργά, αλλά σταθερά πάνω από την σκουριασμένη πια περικεφαλαία του Ελληνισμού στην Μ. Ασία. Αλλά όπως πάντα, ο λαός είχε αφεθεί τότε στην ουτοπική χαρά και στην άγνοια της αληθινής πραγματικότητας, καθώς οι “ανώτεροι” εν αεί έπαιζαν με τη φωτιά εις βάρους του απλού λαού. Αυτοί θεοποιούσαν τους εαυτούς τους και όριζαν τις τύχες των ανθρώπων, νόμιζαν ότι ήταν θεοί των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών.

Θα αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους, αφού θα κριθούν πρώτα από την ιστορία, όμως ήδη χιλιάδες άνθρωποι θα είχαν μαρτυρήσει, θα είχαν ανεβεί το δικό τους Γολγοθά , θα είχαν βιώσει την Κόλαση επί της γης, το αίμα θα έρεε σαν ποτάμι- μεγαλύτερο κι από τον Αμαζόνιο σε έκταση και βάθους-, τα νεκρά κορμιά θα κείτονταν άταφα για μήνες ολόκληρους, εφόσον τα άγρια ζώα θα είχαν χορτάσει από το ατελείωτο φαγοπότι στα τρισάγια χώματα της Μ. Ασίας. Αχ, θα είχαν πλημμυρίσει οι ωκεανοί με το αίμα των αθώων, και ο λόγος; Ο λόγος ήταν και θα εξακολουθεί να είναι η αχόρταγη και αναλλοίωτη φύση του ανθρώπου που χαράζει την ιστορία ασταμάτητα με τα ίδια λάθη, αλλά με άλλα ονόματα δρώντων.

Προς το παρόν, ας αφεθούμε στην υπέροχη αυτή νύχτα μια και όλα αυτά βρισκόντουσαν ακόμη στους εφιάλτες των ανθρώπων, ας αφεθούμε σε μία φευγαλέα στιγμή χαράς για μία οικογένεια.

Κάπου στα βουνά της Ανατολικής Θράκης, ένας απαλός άνεμος χάιδευε τα κλαδιά των υψηλών δένδρων που στήριζαν τους ουρανούς, δημιουργώντας έτσι έναν ασταμάτητο μελωδικό ανασασμό των φύλλων των. Η πανσέληνος φωτεινότατη από ποτέ άπλωνε τις λευκές ακτίνες της πάνω στον κοιμισμένο κάμπο, νανουρίζοντας στον κόσμο, τίποτα δεν κοιμόταν, ιδίως τα ζώα ήταν κάπως αναστατωμένα σαν και να ανέμεναν κάτι. Τα ελάφια τριγυρνούσαν μέσα στα σκοτεινά δάση σαν και να προσπαθούσαν να βρουν κάτι ή κάποιον. Τα πέταλα των λουλουδιών ήσαν ακόμη ανοιχτά σαν και να περίμεναν κι αυτά. Τα πουλιά κοίταζαν προς την ανατολή εκεί όπου βρισκόταν ένα μικρό μικτό χωριό.

Όπως τα ζώα του δάσους έμεναν άγρυπνα, έτσι κι οι κάτοικοι του χωριού άκουγαν με κομμένη την ανάσα τους τις επώδυνες κραυγές της Ερατώ που είχε οριστεί από το Θεό να φέρει σε αυτό το κόσμο το τέταρτο παιδί της. Οι γυναίκες του χωριού κοίταζαν έξω από τα παράθυρα των σπιτιών τους προς το ταπεινό σπίτι της οικογένειας Γεωργίου και προσεύχονταν για την καημένη γυναίκα, ιδιαίτερα οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες του χωριού που τέτοια γέννα είχε να ξαναδούν δεκαετίες ολόκληρες.

Ο Άγγελος του Θανάτου Where stories live. Discover now