Κεφάλαιο 5 ( Α' Μέρος)

42 5 0
                                    


*** 

“H πρώτη αληθινή αγάπη είναι πάντα και η τελευταία.”

Andrzej Majewski
Πολωνός γνωμικογράφος


Έκλεισε τη βαλίτσα και έριξε μία τελευταία ματιά στην καμπίνα της που καθ’ όλο το ταξίδι της τη φιλοξένησε. Σκέφτηκε πόσα ουγγρικά άκουσαν αυτοί οι τοίχοι, λογικά θα τα είχαν μάθει πλέον καλύτερα από αυτήν. Αυτοί αν και φαινομενικά άψυχοι τοίχοι της προσέφεραν μία ασυνήθιστη ζεστασιά και κατανόηση. Αυτές όμως, αν και επιφανειακά ουσιώδεις ανάγκες του ανθρώπου, πολλές φορές δε μπορούσε να τις αισθανθεί από τους συνανθρώπους της. Μία ηλιόλουστη μέρα μέσα σε ένα ανοιξιάτικο δάσος, θερμαίνει περισσότερο τη ψυχή της παρά η συναναστροφή της με ανθρώπους που δήθεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν. Από κάτι μικρά καθημερινά πράγματα και επιδερμικά ασήμαντα, συνειδητοποιεί κανείς πόσος ψυχρός και αμείλικτος είχε μετατραπεί αυτός ο κόσμος των Μεγάλων. Η ανθρωπιά είχε εξαφανιστεί από τους ανθρώπους και έχει εγκατασταθεί από την κτηνωδία.

Συλλογίστηκε τότε πως αυτά τα επεξεργασμένα κομμάτια γης άκουσαν όχι μόνο όλες τις σκέψεις της, αλλά και τις προσευχές της. Και τώρα ο αποχαιρετισμός τους, αν και για τρίτους μπορεί να φανεί άπονος, εντούτοις για την Ελπίδα λυπήθηκε καθώς αισθάνθηκε πως εδώ άφηνε ένα μικρό κομμάτι της ουσίας της, το οποίο δε μπορούσε να το πάρει μαζί της μιας και βρισκόταν ενσωματωμένο μέσα σ’ αυτή τη καμπίνα. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να φύγει, με νωχελικές κινήσεις πήρε τη βαλίτσα στο χέρι της και συνοδευμένη μονάχα από τους κρότους των παπουτσιών της έφτασε κάτω από το κατώφλι της πόρτας. Έριξε την τελευταία της ματιά σ’ αυτό το μέρος κι έκλεισε την βαριά μεταλλική πόρτα της καμπίνας οριστικά. Με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς το κατάστρωμα όπου εκεί την περίμενε ο Αχιλλέας για να φύγουν μαζί προς την νέα Αθήνα...  

Λίγο όμως πριν κατεβούν από την μεταλλική σκάλα, ο καπετάνιος τους τράβηξε και τους ενημέρωσε πως οι Γερμανοί έκαναν τώρα εξονυχιστικούς ελέγχους σ’ όλα τα πλοία. Τους συμβούλεψε να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά και ταυτόχρονα απαρατήρητοι. Να κατεβάσουν δηλαδή το κεφάλι τους, να μην κοιτάξουν κανέναν μέσα στα μάτια και να προσεύχονται στον Θεό να μην τους υποπτευτεί κανείς. Τα γαλανά του μάτια εκτόξευαν μονάχα ανησυχία, αλλά και φόβο για τους νεαρούς.

- Μην ανησυχείτε, δεν είμασταν ποτέ εδώ.

Απάντησε χαμογελαστά η Ελπίδα, καθώς άγγιξε καθησυχαστικά το δεξί χέρι του ηλικιωμένου θαλασσοπόρου που έσφιγγε τον ώμο της, ενώ το αριστερό του αυτό του Αχιλλέα.

Ο Άγγελος του Θανάτου Where stories live. Discover now