Κεφάλαιο 8 ( Μέρος Β' )

66 4 0
                                    

***

Ο Γκέοργκ άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, κάποια τα έσβηνε μισά και αμέσως άναβε νέο. Το έκανε τόσο ασυναίσθητα που φαινόταν σαν και να ήταν καμινάδα πλέον. Ο καπνός έβγαινε ασταμάτητα από το στόμα και τη μύτη του. Νόμιζε πως με την νικοτίνη που εισέπνεε με το άναμμα του τσιγάρου θα ηρεμούσε, μια και το άγχος της αναμονής την κατέτρωγε από μέσα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και σβέλτα εκάστοτε έβλεπε μία νεαρή ξανθομάλλα και μέσα από τους δυνατούς χτύπους φούντωνε η αγαλλίαση. Κάθε φορά όμως απογοητευόταν, όταν έβλεπε ένα άλλο πρόσωπο από το δικό της. Κι έτσι πάλι άναβε το επόμενο τσιγάρο στη σειρά, και έτσι επαναλαμβανόταν ο ίδιος φαύλος κύκλος. Κάποτε κοιτούσε και το ρολόι του. Με το εκάστοτε περασμένο λεπτό, οξυνόταν τόσο η αγωνία του όσο κι η απαισιοδοξία... Ένιωθε πως το Σύμπαν τον βασάνιζε με αυτή την αγωνιώδη καρτερία. Τόσα πρόσωπα είχε δει τις τελευταίες δύο ώρες, κανένα όμως δεν ήταν το δικό της και τόσα αποτσίγαρα είχε πετάξει με τα οποία θα μπορούσε να φτιάξει ένα άγαλμα του μεγέθους της.

Με τρεμάμενα - από την αγωνία - χέρια του έβγαλε από τη τσέπη του πανωφοριού του για ακόμη μία φορά τη ταμπακιέρα του, την άνοιξε και παρατήρησε πως του είχε εναπομείνει μονάχα ένα τσιγάρο. 

“Αν σβήσει κ αυτό το τσιγάρο και δεν την δω, θα φύγω”. Δήλωσε από μέσα του.

Το άναψε και για ακόμη μία φορά κοίταζε την σχεδόν άδεια Alexanderplatz. Δεν είδε όμως ακόμη αυτόν τον ανώνυμο Ίμερο του. Η ώρα ήταν 7.


***

Δε μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ για ευνόητους λόγους. Καθ’ όλη την νύχτα ενάλλασσε το σημείο εστίασή της, είτε έβλεπε έξω από το παράθυρο είτε το ταβάνι με ένα κενό βλέμμα. Χαμένη πάντα στις σκοτεινές τις σκέψεις, τις οποίες επιτυχώς και μετά από σκληρό αγώνα κατάφερε να τα κλειδώσει βαθιά μέσα της, στον Άδη της ψυχής της. Ωστόσο αυτές πάλι φάνηκαν στην επιφάνεια εξαιτίας ενός φίλαυτου ανθρώπου. Την κυνηγούσαν σαν δαιμόνια, δημιουργήματα της Κολάσεως, παρακολουθώντας την από τα σκοτεινά μέρη του μυαλού της και κάνοντας φανερή την παρουσία τους. Χτυπώντας ανελέητα την μαχαιρωμένη της ψυχή. Δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από αυτόν της πληγωμένης ψυχής, η οποία αγκομαχεί πια. Το αίμα της οποίας έβγαινε από τα μάτια μέσω των δακρύων. Μερικές φορές της έδιναν την ψευδαίσθηση πως ήταν τριγύρω της σαν Ερινύες, τυλίγοντας τα πανωφόρια τους γύρω από το λαιμό της, πνίγοντάς την. Νόμιζε πως απόψε θα πέθαινε μία και καλή, θύμα της φιλαυτίας και των Ερινυών. 

Ο Άγγελος του Θανάτου Where stories live. Discover now