Κεφάλαιο 4

47 5 0
                                    


“Καμιά νιφάδα χιονιού δεν πέφτει σε λάθος μέρος.”

Διδασκαλία Ζεν


Η  Ελπίδα παρακολουθούσε το ηλιοβασίλεμα με ένα ιδιάζον δέος και με κομμένη την ανάσα. Ένιωθε σαν και να έβλεπε έναν πίνακα τέχνης κι όχι την γλυκιά πραγματικότητα. Τα μάτια της δε μπορούσαν να χορτάσουν αυτή τη φανταστική θέα. Μέσα στα πεντακάθαρα ουράνια κυριαρχούσαν όλα τα θερμά χρώματα που σμίγονταν αρμονικά μεταξύ τους, σαν και Ζωγράφος καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας επέλεγε προσεχτικά τα πιο εύστοχα χρώματα με τα οποία θα ζωγράφιζε την αρχή της επόμενης μέρας. Λίγο πριν να ξημερώσει, γέμισε την παλέτα του και ανάμειξε τα πλείστα με το άσπρο χρώμα και άρχισε να βάφει τον σκούρο ουρανό. Καλύπτοντας έτσι την προστάτιδα σελήνη και τα τέκνα της τα μακρινά. Και πριν να βασιλεύσει ο ήλιος έβαλε και τις τελευταίες πινελιές του για να ολοκληρώσει το πρόσκαιρο σχέδιό του, αλλά και παράλληλα προτού γίνει αντιληπτός από τους ανθρώπους. Κρυβόταν έπειτα στα μακρινά και ξεχασμένα ουράνια, αρχίζοντας και πάλι εκ νέου όλη αυτή τη διαδικασία · αυτή τη φορά για τη μεγαλοπρεπή δύση του.

Η Ελπίδα απορούσε πολλές φορές από τι ωφελείται αυτός ο Ζωγράφος να μεταμορφώνει τη νύχτα σε μέρα και το αντίθετο, εφόσον διαρκεί για πολύ λίγο... Τότε έξαφνα της ήρθε στο μυαλό ένα κομμάτι από τον Επίκτητο: “ Ώσπερ ο ήλιος ου περιμένει λιτάς και γοητείας, ίν' ανατείλῃ, αλλ΄ ευθύς λάμπει και προς απάντων ασπάζεται, ούτω μηδέ συ περίμενε κρότους και ψόφους και επαίνους, ίν΄ ευποιήσῃς, αλλ΄ εκοντής ευεργέτει και ίσα τω ηλίῳ φιληθήσῃ.”* Και αμέσως πήρε την απάντησή της και μέσα από την φευγαλέα σκέψη, θαύμασε τη σοφία που διακατείχαν οι προγόνοι ...

Το σημερινό ηλιοβασίλεμα είχε μία ιδιαίτερη κομψότητα, σαν και να του έδωσε περισσότερη προσοχή. Ο θερμός ουρανός και η ψυχρά θάλασσα και οι γλάροι ανάμεσά τους πετούν σαν χαζά, μία πάνω και μία κάτω. Μεταφέροντας το χαρμόσυνο μήνυμα της σημερινής ημέρας. Η Ελπίδα πήρε μία βαθιά εισπνοή και έκλεισε βαθιά μέσα τη μυρωδιά της Μεσογείου. Ήξερε πως ήταν οι τελευταίες στιγμές της στο ειρηνικό βασίλειο της φύσης, γιατί σε μόλις δύο ώρες θα επέστρεφε στη μακάβρια και ανελέητη πραγματικότητά. Γι’ αυτό παρακολούθησε όλο το ηλιοβασίλεμα χωρίς να χάσει ούτε ένα λεπτό. Ήθελε να θυμάται κάθε λεπτομέρειά του και να το απομνημονεύση για πάντα.

Όλοι όσοι γνώριζαν την Ελπίδα, ήξεραν το ασυνήθιστο ωράριο το ύπνου της. Γι’ αυτό κι οι φίλοι της εξαιτίας αυτού συχνά έλεγαν πως αυτή ξυπνάει τον κόκορα κι όχι το αντίθετο. Από μικρή το είχε υιοθετήσει και δε μπόρεσε να το αλλάξει, γιατί είχε γίνει πλέον ένα με αυτήν... Στην καλύτερη περίπτωση κοιμόταν το πολύ τέσσερις ώρες, στη χειρότερη καθόλου. Όμως ανεξαρτήτως την ώρα που κοιμόταν ξυπνούσε πάντοτε στις 4:12 το πρωί. Πολλοί της έλεγαν πως αυτό δε θα την ωφελήσει σε τίποτα παρά μόνο θα διαφθείρει περαιτέρω την υγεία της, όμως τώρα που δούλευε σε δύο τομείς αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα και ιδίως κατά τη διάρκεια ενός ακόρεστου πολέμου, όπου οι απαιτήσεις της δουλειάς ολοένα και αυξάνονταν και οι μισθοί δραστικά μειώνονταν. Πολλές φορές οι υπερωρίες που έκανε έσωζαν ζωές από την πείνα που κυριαρχούσε στο νησί, προσέφερε στέγη στους άστεγους και πρόσφυγες, βοηθούσε ανθρώπους που τους είχε σημαδέψει η μοίρα να βρουν και πάλι τα βήματά τους στην κοινωνία κτλ. Όμως, βέβαια, ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε αυτά, ποτέ κανείς δεν υπολόγισε πως μία ώρα παραπάνω εργασίας της έσωζε δέκα ζωές. Όμως αυτά θα τα πούμε και άλλη στιγμή, πιο ιδανική...

Ο Άγγελος του Θανάτου Où les histoires vivent. Découvrez maintenant