~1~

95 10 4
                                    

52 χρόνια πριν

«Νάνσυ Γρηγορίου» Άκουσε το όνομα της. Το χέρι της σηκώθηκε άκομψα και γρήγορα. «Γρηγορίου αλλάζεις τμήμα πηγαίνεις στο Γ1» Έγνεψε θετικά χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην αλλαγή χώρου που θα γίνει. Σηκώθηκε και πέρασε έξω από την τάξη.

Περπάτησε στους μακρινούς και χειμωνιάτικους διαδρόμους του σχολείου της. Το κρύο τρυπούσε τη ζακέτα της και έτσουζε το δέρμα της.

Έφτασε έξω από το καινούργιο της τμήμα. Το χέρι της πήγε να αγγίξει το πόμολο. Αλλά δεν βρέθηκαν ποτέ. Ένας παράξενος ήχος τράβηξε την προσοχή της.

Γύρισε και είδε ένα ξανθό ψηλό αγόρι. Πλησίασε την πόρτα την άνοιξε και μπήκε. Εκείνος απλά την προσπέρασε και την αγνόησε. Άνοιξε και εκείνη με την σειρά της την πόρτα και μπήκε μέσα στην τάξη. Θρανία ενωμένα. Καρέκλες σπασμένες. Ο καθηγητής έξαλλος. Και η ώρα περασμένη.

«Ποια είσαι εσύ κοπέλα μου;» Καθάρισε τον λαιμό της πριν μιλήσει. «Νάνσυ. Νάνσυ Γρηγορίου. Είμαι η μαθήτρια από το Γ4» Ο καθηγητής στην αρχή έδειχνε να επεξεργάζεται τις πληροφορίες, ενώ εκείνη επεξεργαζόταν εκείνον. Είναι κοντός και σε βάρος κανονικό. Η ηλικία του πρέπει να είναι κοντά στα πενήντα πέντε. Η αύρα του φαίνεται ήρεμη και γαλήνια, αλλά το σώμα και το μυαλό του είναι σε έξαλλη κατάσταση. Τα πυκνά μαύρα μαλλιά του έχουν αντικατασταθεί με άσπρες αραιές τρίχες. Και ρυτίδες έχουν εγκατασταθεί κάτω από τα καφέ του μάτια. «Μπορείς να καθίσεις κοπέλα μου»

Έγνεψε και έφυγε για να βρει θέση. Η μόνη κενή που υπήρχε ήταν μπροστά από εκείνο το αγόρι. Ένιωθε το βλέμμα του καρφωμένο στο σώμα της. Δεν έδωσε σημασία.

Έβγαλε τα ασύρματα άσπρα ακουστικά από την τσέπη της μαύρης ζακέτας της και τα έβαλε στα αυτιά της. Ύστερα η κουκούλα πήρε και εκείνη την δική της θέση. Το κεφάλι της βρέθηκε πάνω στα χέρια της που ήδη είχαν ακουμπήσει στο βαμμένο θρανίο.

Ένιωσε ένα άγγιγμα στην πλάτη της και σηκώθηκε. Γύρισε πίσω αφού το άγγιγμα προήλθε από εκείνη την κατεύθυνση. «Παρακαλώ;» Ρώτησε προσπαθώντας να κρατήσει τους τύπους. Της χαμογέλασε εκείνο το αγόρι ενώ οι φίλοι του κοιτούσαν με δέος το τι γινόταν. «Με ξέρεις;» Την ρώτησε με σιγουριά στην φωνή του. «Θα έπρεπε;» Απάντησε στην παράξενη ερώτηση που της έκανε.

Κάποιοι από την παρέα του κατάπιαν με δυσκολία ένα γέλιο. Ενώ εκείνη είχε ακόμα τα μάτια της στα δικά του. Μάτια μελί. Ούτε μπλε, ούτε καφέ. Ούτε μαύρα, ούτε πράσινα. Είναι όλα ενωμένα. Συνέχισε να κοιτάει βαθιά μέσα στα δικά της γαλανά μάτια.

The strange girlWhere stories live. Discover now