~5~

21 4 2
                                    

Η Νάνσυ περπατούσε στο σκοτεινό δρόμο με τα άσπρα ασύρματα ακουστικά να καλύπτουν τα αυτιά της. Σιγοτραγουδούσε την μελωδία που έπαιζε ρυθμικά στο κεφάλι της.

«Το τελευταίο βράδυ της Άνοιξης

Ο αναπτήρας μου αποφάσισε ν' αδειάσει

Και το πακέτο που τον αριθμό σου είχες γράψει

Πια το 'χω πετάξει»

Η φωνή της ήταν ξεχωριστεί. Μελωδική και ήρεμη.

«Γι' αυτό περπατάω

Μόνη στους δρόμους τους στενούς

Κι ακόμα ψάχνω το γέλιο σου

Σε φίλους και γνωστούς»

Είχε απορροφηθεί και δεν είχε αντιληφθεί τους δύο άγνωστους νεαρούς που την φλέρταραν έντονα.

«Γι' αυτό σε ζητάω

Σαν να προσεύχομαι κρυφά

Γιατί έχω μάθει

Πως ό,τι χάνεις δε γυρνά»

Οι άνδρες την πλησίαζαν.

«Και αν με δεις

Το Φθινόπωρο να κλαίω, μη μου πεις

Πως τα χελιδόνια θα 'ρθουν την Άνοιξη ξανά

Γιατί είναι Μάιος, κι ακόμα να φανείς»

Τα βήματα της ήταν αργά ενώ τα δικά τους γρήγορα.

«Το τελευταίο βράδυ της Άνοιξης

Το κινητό μου αποφάσισε να σβήσει

Κι ο ουρανός που αστέρια είχε πλημμυρίσει

Με σύννεφα γέμισε

Στο σκοτάδι του μ' έκρυψε

Γι' αυτό περπατάω

Μόνη μου κάτω απ' τις ψιχάλες

Και συλλογίζομαι

Τις αγάπες τις μεγάλες»

Βήμα, βήμα, βήμα...

«Γι' αυτό σε ζητάω

Σαν το μπουφάν που δε φοράω

Γιατί δε μου πάει

Μα το αναζητάω όταν φυσάει»

Η Νάνσυ ακόμα να καταλάβει τους άνδρες που την ακολουθούν πιστά.

«Και αν με δεις

Το Φθινόπωρο να κλαίω, μη μου πεις

The strange girlWhere stories live. Discover now