~7~

14 3 0
                                    

Τον κοιτούσε να κοιμάται. Ήταν τόσο ήρεμος. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό, δεν σου αξίζω. Του άφησε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι ενώ άρπαξε από την καρέκλα το ήδη πολυφορεμένο τζιν. 'Έψαχνε το σουτιέν της στο χώρο, το είδε μπλεγμένο στο μαξιλάρι και το κεφάλι του Οδυσσέα.

Πλησίασε μπουσουλώντας το κεφαλάρι και έμπλεξε τα δάχτυλα της στην τιράντα του μαύρου στηθόδεσμου. Ο Οδυσσέας πέρασε τα δάχτυλα του από την λεπτή και γυμνή μέση της εώς το πίσω μέρος του λαιμού της. Το αριστερό και ελεύθερο χέρι του στόλισε το μπροστινό μέρος του λαιμού της. «Τι έγινε μικρή; Θέλεις δεύτερο γύρο;»

Εκείνη δεν πρόλαβε να απαντήσει. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της ενώ την έριξε στο κρεβάτι και πλέον ο Οδυσσέας ήταν από πάνω της. Το δεξί του χέρι απελευθέρωσε το σβέρκο της και έπιασε το στήθος της. Το άλλο του χέρι βρισκόταν ακόμα στο λαιμό της ενώ τον έσφιγγε απαλά.

Το έσπρωξε και βγήκε από την αγκαλιά του. Άρπαξε το σουτιέν της και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Θα χάσουμε την πρώτη ώρα. Σήκω» Τι έπαθε τώρα; Πίστευα πως το ήθελε και εκείνη. Μήπως το μετάνιωσε; Την κοιτούσε να απομακρύνεται και αναρωτιόταν αν είχε κάνει κάποιο λάθος.

Φόρεσε βιαστικά το μποξεράκι του και την ακολούθησε. Της άρπαξε το μπράτσο και την έφερε κοντά του. «Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; Ότι είχα μέσα μου στα 'δωσα. Σου χάρισα την ψυχή μου, γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι;»

Η Νάνσυ τράβηξε το χέρι της. «Δεν σου ζήτησα κάτι τέτοιο. Πότε δεν σου ζήτησα κάτι τέτοιο. Σε είχα προειδοποιήσει. Δεν είμαι άνθρωπος για σχέση. Είμαι σπασμένη μέχρι θανάτου. Οι πληγές μου δεν επουλώνονται. Είμαι τοξική, ψυχρή και δίχως συναίσθημα. Γνωρίζω ήδη τις συζητήσεις μας. Θα μου λες: Νιώθω πως κάτι με διώχνει. Δεν σε βλέπω όσο θα ήθελα. Ποιος είναι αυτός; Τι συμβαίνει; Που είσαι; Γιατί δεν το σηκώνεις; ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΎ ΑΠΛΆ ΌΧΙ, ΌΧΙ ΚΑΙ ΌΧΙ. Δεν θέλω αυτή την σχέση το καταλαβαίνεις; Δεν σε θέλω»

Αυτός όμως δεν έφυγε. Έκανε κάτι που η Νάνσυ δεν περίμενε, την έκλεισε στην αγκαλιά του. Τον χτυπούσε στο στέρνο, τσίριζε και έκλαιγε. Στο τέλος με σπασμένη φωνή τον ρώτησε: «Γιατί δε θυμώνεις; Γιατί δεν ξεσπάς; Γιατί δε μου σπας το κεφάλι, γαμώτο. Γιατί μ' αγαπάς με τόση δύναμη; Δύναμη τρομακτική»

Της χάιδευε το κεφάλι και αποφάσισε να ανοιχτεί. « Έχω ψυχολογικά. Περισσότερα από όσα νομίζεις. Χωρίς τα χάπια, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είχα φίλους ψεύτικους που αντί να γιατρέψουν τις πληγές μου άνοιγαν καινούργιες στην πλάτη μου. Υπάρχουν νύχτες που κοιτάω το φεγγάρι και αναρωτιέμαι γιατί να είμαι τόσο μόνος. Έχω πρόβλημα με το να εμπιστεύομαι ανθρώπους, που ίσως να καταφέρω να τα λύσω μαζί σου. Αν φύγεις, θα φύγω κι εγώ. Όπου πας θα σε ακολουθώ. Δεν τη θέλω τη ζωή αν δεν είναι μαζί σου. Γνωρίζω πως με τα γεγονότα της ζωής σου ότι έχεις τρελαθεί, ότι έχεις μπερδευτεί και ότι τη ζωή μου θα γαμήσεις. Μέχρι και οι φίλοι μου, μου λένε πως δεν αξίζεις αλλά σε αγαπώ κι ας πονάει. Μίλησέ μου, κι ό, τι σε βαραίνει φόρτωσε το σε εμένα. Αντέχω, απλά μην με αφήσεις. Νάνσυ, καμιά που έχω γνωρίσει δε σου μοιάζει. Είσαι ξεχωριστή. Είσαι μαγική. Θα σ' αγαπώ για πάντα και αυτό δεν αλλάζει»

Εκείνη πήρε την τσάντα της και τον άφησε να στέκεται εκεί, απογοητευμένος και για άλλη μια φορά μόνος.

Οι ώρες του μαθήματος περνούσαν. Ο καθηγητής της λογοτεχνίας μπήκε στην τάξη τους. «Έφερε κανείς την εργασία που είχαμε για σήμερα;» Ο Οδυσσέας σήκωσε άψυχα το χέρι του. Ο κύριος Παπάγου του είπε να την παρουσιάσει. Στεκόταν όρθιος, μπροστά σε ολόκληρη την τάξη μα εκείνος κοίταζε μόνο εκείνη. Έβηξε και η αφήγηση άρχισε.

«Με ρωτάνε να τους πω

τι αγάπησα σε εσένα.

Πώς είναι δυνατόν ακόμα να σε ζητώ,

μετά από όλα όσα έκανες σε εμένα.

Αλλά κανείς τους δεν είδε,

όλα αυτά που εγώ έχω δει σε εσένα.

Τη θλίψη μέσα στα μάτια σου,

το περήφανο περπάτημά σου,

τον πόνο που βρίσκεται πίσω από το βλέμμα σου.

Όχι, δεν αγάπησα μόνο την όψη σου,

δεν έμειναν τα μάτια μου στο περίβλημα.

Πάνω από όλα, αγάπησα τη φοβισμένη σου ψυχή,

την αγωνία που σε διακατείχε, όπως ένα μικρό παιδί.

Είδα το ελαφρύ σου τρέμουλο,

όταν στην αγκαλιά μου σε έκλεινα

και το χαμόγελό σου το οποίο δειλά ξεμυτούσε.

Με ρωτάνε να τους πω τι αγάπησα σε εσένα.

Πώς είναι δυνατόν ακόμα να σε ζητώ,

μετά από όλα όσα έκανες σε εμένα.

Αλλά εγώ είδα πράγματα σε εσένα

που άλλοι δεν μπόρεσαν να δουν.

Είναι λόγοι για τους οποίους σε αγάπησα

και αυτοί πάντα θα υπάρχουν»

(Μαρία Σκαμπαρδώνη)

Τα μάτια της βρήκαν τα δικά του και κλείδωσαν. Σιωπή επικρατούσε στον χώρο. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της. Δεν έλεγαν τίποτα κι όμως τα λόγια ήταν περιττά. Καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον όπως δεν είχε ξαναγίνει. Η Νάνσυ ένιωθε ζωντανή μετά από καιρό.

The strange girlDonde viven las historias. Descúbrelo ahora