IX. Just a Feeling

960 96 29
                                    

Ποτέ δεν ξέρεις απο ποιο μεγαλύτερο κακό σε έσωσε η κακοτυχία σου.
Cormac McCarthy

Δέκα χρόνια πριν.

«Δεν είσαι λίγο μικρή για να βρίσκεσαι σε τέτοιο μέρος;». Ρωτάει ο μπάρμαν όταν θρονιάζεται μπροστά του.

«Νερό παρακαλώ». Απαντά κάπως πικαρισμένη, σπρώχνοντας μια κοντή τούφα πίσω από το αλαβάστρινο αφτί της. Στον καθρέφτη το είδωλο της την αντικρίζει συνοφρυωμένο, με μάγουλα κόκκινα και κακά βαλμένο eyeliner, μύτη πλατιά και χείλια μικρά και τρεμάμενα. Χρόνια μετά δεν θα αναγνώριζε το κορίτσι αυτό στις φωτογραφίες. Σαν να ήταν μέρος μιας παλιάς, θολής ανάμνησης  που έρχεται σαν τέρας σε εφιάλτες και σε καλά κρυμμένες σκιές όταν νυχτώνει, αυτή η ανάμνηση θα έβγαινε όποτε ήθελε.

Έχει καθίσει στρατηγικά στο σημείο αυτό, καθώς μέσα από τον καθρέφτη μπορεί να δει ποιος μπαίνει στο μαγαζί. Είναι μια παμπ λίγο απόμακρη από την πόλη, σίγουρα αρκετά μακριά από την γειτονιά της και το σχολείο της. Υπάρχει οριακά μηδαμινή περίπτωση να την δει κάποιος και να την αναγνωρίσει. Αν συμβεί αυτό, τότε η αναφορά της παρουσίας της θα οδηγήσει σε άλλες ερωτήσεις που δεν θα συμφέρουν τον σπιούνο.

Κοιτάζει μια το ρολόι, μια τον καθρέφτη. Το είδωλο της διατηρεί μια ένταση στα μάτια και το σαγόνι. Κάποια στιγμή το δάχτυλο της ακουμπά το ποτήρι με το νερό της που δεν τολμά να καταπιεί, και ας νιώθει το στόμα της ξηρό σαν την έρημο. Άντρες φεύγουν και έρχονται μα κανένας δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που της έχει δωθεί. Ίσως να είχε μετανιώσει, μπορεί να μην ήθελε πια. Ή ενδεχομένως ήταν πολύ διαφορετική η εμφάνιση του από αυτό που περίμενε. Οι συναντήσεις μεταξύ αγνώστων, ιδιαιτέρως μέσω Διαδικτύου είναι κάπως φρέσκες το 2006. Μέχρι πρότινος οι απλοί άνθρωποι μιλούσαν μέσω αλληλογραφίας ή συναντιόντουσαν στα τυφλά σε οργανωμένους χώρους. Τώρα βρίσκονταν σε μια αποφασιστική καμπί, όπου το Ίντερνετ ήταν νέο ακόμη και ο κόσμος ένα κομματάκι πιο αφελής, πιο αγνός ίσως.

Κοιτάζει το ρολόι ξανά και ξεφύσα. Έχει αρχίσει είκοσι λεπτά. Όσο περισσότερο αργεί, τόσο πιο πολύ η Μαλενα αισθάνεται ένα άγχος σαν βαρίδι στην κοιλιά της. Είναι η πρώτη φορά που το κάνει αυτό, στην πραγματικότητα θα χαίρονταν να φύγει και να επιστρέψει στο άβολο καναπέ στο σπίτι της αναδοχης οικογενειας της. Αλλά έχει ανάγκη τα λεφτά. Θα βγει στον δρόμο αν χρειαστεί, θα πάρει οποιονδήποτε. Λες και δεν είχε ήδη κάνει πράγματα για τα οποία την κρίνουν.

Ο ΒιρτουόζοςWhere stories live. Discover now