Ιντερλουδιο

814 60 35
                                    

Ένας ακόμη εφιάλτης σήκωσε τον Ραφαέλ αργά το βράδυ. Μέσα στο σκότος δεν έκανε καμία κίνηση για να πιάσει κάποιον ή κάτι· δεν υπήρχε τίποτα εδώ μέσα να τον παρηγορήσει. Στο σπίτι αυτό ήταν μοναχός του.

Η μάνα του του φώναζε να έρθει σπίτι μα ήταν σχεδόν σαράντα. Ποιος έμενε σπίτι των γονιών του τόσο πολύ; Από τότε που είχαν χάσει τον αδελφό του, είχε τρελαθεί και εκείνη... πήγαινε λοιπόν. Μια στο τόσο. Ήθελε και εκείνος την παρέα, όσο αξιολύπητο και αν ακούγονταν.

Δεν ήταν αντικοινωνικός. Του άρεσε να βρισκετε ανάμεσα σε κόσμο, ήταν ωραία η συναναστροφή. Ή έστω, άρεσε στον παρελθοντικό εαυτό του. Εκείνον πριν φύγει για τον στρατο. Του πήρε χρόνια για να συνηθίσει να βγαίνει έξω τακτικά και να βρεθεί ξανά σε νοσοκομείο και πολύ ψυχοθεραπεία. Μα ούτε οι συνεδρίες με τον ψυχίατρο του δεν ήταν αρκετές για να διώξουν ορισμένες σκέψεις και εφιάλτες. Έπαιρνε για έναν καιρό χάπια ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει όμως σύντομα άρχισε να αισθάνεται ακόμη πιο άδειος από πριν, πιο βραδύς, πιο εκτός. Αλλά δίχως αυτά, το να βρίσκετε ανάμεσα σε κόσμο του έφερνε ίλιγγο. Πίσω στο στρατιωτικό νοσοκομείο, αφότου έλαβε την άδεια να επιστρέψει, είχε βρει φίλους και γνώριμους μα δεν ήταν βέβαιος πλέον αν ταίριαζε μαζί τους.

Οπότε είχε υιοθετήσει μια πιο μοναχική καθημερινότητα. Μα υπήρχαν φορές που ένιωθε τα αποτελέσματα αυτής της μοναχικότητας και δεν ήταν πάντοτε ευχαριστημένος με αυτά.

Μπήκε στο μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπο του. Έξω έβρεχε μανιωδώς. Όλη η υγρασία είχε κολλήσει στο πρόσωπο του. Η υγρασία αυτή του έφερνε κακές αναμνήσεις. Κοίταξε το είδωλο του καθρέφτη.

Είναι τρία χρόνια. Δεν βρίσκεσαι στο πεδίο πια. Είσαι ένας ξενέρωτος Λονδρέζος χιλιόμετρα μακριά από εκεί.

Το κουδούνι τον απέσπασε από μια επικείμενη κρίση πανικού. Τέτοιες ώρες συνήθως χτυπούσε ο Ολι· οπότε ήταν κοντά έρχονταν ακάλεστος, ακόμη και αν ο Ραφαέλ κοιμόταν. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Ολι αποζητούσε ακόμη την δράση παρά τους τραυματισμούς του. Η δουλειά του με τον Μάικλ Σκοτ του είχε φέρει πίσω την αδρεναλίνη που λαχταρούσε. Ο Ραφαέλ προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί από αυτά, ειδικά τώρα με την δουλειά του στο νοσοκομείο και ενίοτε στο ραδιόφωνο.

«Ελπίζω να έφερες κάτι να φάμε, γιατί δεν μαγείρεψα τίποτα σήμερα. Είχα ένα χειρουργ... τι γυρεύεις εσύ εδώ;»

Η Μαλενα στάθηκε στο κατώφλι του, όμοια με βρεγμένη γάτα. Πάνω στην γαλακτερη επιδερμίδα της είχαν κολλήσει σκούρες τούφες, όμοιες με αγκάθια.

«Δεν ήξερα που αλλού να παω. Συγγνώμη. Είναι κακή στιγμή; Θα φύγω!» Κλαψούρισε και αγκάλιασε το δερμάτινο της. Ο Ραφαέλ άνοιξε την πορτα περισσότερο και έκανε άκρη.

«Έλα μέσα, θα πουντιάσεις. Πάμε στο μπάνιο να στεγνώσεις. Θα φέρω πετσέτες». Την βοήθησε να βγάλει το δερμάτινο της και πρόσεξε πως η φόρμα της ήταν μούσκεμα. «Θα φέρω και κάτι να αλλάξεις. Μισό λεπτό. Από εδώ». Την έτεινε προς το μπάνιο του και ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες για το δωμάτιο του. Επέστρεψε με όλα τα σιμπραγκαλά του, της τα έδωσε και έπειτα μπήκε στην κουζίνα ψάχνοντας λίγο τσάι να βράσει ώστε να την ζεστάνει. Κινήθηκε αυτόματα για μερικά λεπτά. Δεν αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί μέχρι να μείνει στάσιμος πάνω από τον βραστήρα.

Βρίσκονταν σε κίνδυνο; Ο άντρας της θα έπρεπε να την προσέχει.

Μερικά λεπτά αφού άρχισε να ρίχνει λίγο τσάι στα φλιτζάνια του, η Μαλενα εμφανίστηκε πολύ διστακτικά στην κουζίνα του. Στάθηκε στην πόρτα με δάχτυλα μπλεγμένα και ένα πορσελάνινο πρόσωπο γεμάτο τύψεις.

«Συγγνώμη» επανάλαβε τρεμουλιαστά. «Η Μαρι είναι στους δικούς της και ο Πιτερ λείπει ταξίδι. Δεν είχα που να πάω».

«Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Έχω φτιάξει τσάι. Πιες να ζεσταθείς. Από φαΐ δεν έχω πολλά. Ίσως νουντλς».

«Θα σκότωνα για ένα μπολ με νουντλς» μουρμούρισε. «Και εκείνα τα μοτσι με πράσινο τσάι της Μάρι». Ρούφηξε την μύτη της και δέχτηκε το φλιτζάνι με το πιατάκι. Τα δάχτυλα της έτρεμαν ελαφρώς, πρόσεξε.

«Θα σου πάρω ο,τι θες» ψέλλισε, με μια αίσθηση λύπησης να τον κατακλύζει. «Αλλά μπορείς να μου πεις τι συνέβη; Γιατί είσαι εδώ; Κινδυνεύεις; Να καλέσω τον Μάικλ; Θα φέρει ενισχύσεις».

Η Μαλένα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Δεν κινδυνεύω. Απλά ο... εγώ...» ρούφηξε ξανά την μύτη της. Το χείλος της τρεμουλιασε.

«Χώρισα».

Ο ΒιρτουόζοςOnde histórias criam vida. Descubra agora