32 | blood in the cut

579 59 34
                                    

«Γιατί οι άνθρωποι αγόρι μου δεν ικανοποιούνται με το καλό και ζητάνε το καλύτερο. Έτσι, βρίσκουνε το κακό και το κρατανε από φόβο μην πέσουν στο χειρότερο».
- Δυο Ξένοι



Η Μαλενα μισούσε τις κηδείες παιδιόθεν. Οι κηδείες των γονιών της ήταν μικρές, μετά βίας πάτησε κόσμος, και όσοι καλεσμένοι ήρθαν κοιτούσαν την Μαλενα με λύπηση μεν μα δίχως χείρα βοηθείας. Όλοι όσοι φέρονταν καλά σε εκείνη και την οικογένεια της, εξαφανίστηκαν αμέσως μόλις χάθηκαν και οι δυο της γονείς. Αμέσως αισθάνθηκε παραμελημένη από τον κόσμο και γνώρισε το σκληρό του, ανελέητο πρόσωπο. Ήταν υποκριτική η ευγένεια τους, προσποιητό και εφήμερο ενδιαφέρον τους. Μια υποχρέωση.

Έτσι είδε και τους καλεσμένους στην κηδεία της Μαρίσα και ας ήταν πολλοί σε αριθμό. Ήταν εμφανές πως δεν είχε φίλους ούτε ανθρώπους να την νοιάζονται. Οι γονείς της δεν την έκλαψαν μηδέ κάποιος άλλος από τους καλεσμένους. Υπήρχαν πολιτικοί πολλοί και κάποιοι διάσημοι που θυμόταν να βλέπει στην τηλεόραση, όμως σχεδόν κανείς δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην κηδεία. Μερικοί μάλιστα μιλούσαν για δουλειές σε πηγαδάκια ενώ άλλοι κοιτούσαν τα ρολόγια τους βαριεστημένα, περιμένοντας να τελειώσει η τελετή. Η Μαλενα αισθάνθηκε απέχθεια για όλους τους. Η Μαρίσα είχε πολλούς εχθρούς, σίγουρα, μα δεν της άξιζε αυτή η σκηνή στην κηδεία της. Τί σκέφτονταν οι γονείς της καλώντας όλο αυτό το ανφαν γκαντε; Αισθάνθηκε μια αηδία για όλους τους, ιδίως τους γονείς της Μαρίσα και τα ίδια της τα πεθερικά. Δεν πλησίασε την Τζουλι και τον Ίθαν. Αντιθέτως, σκανάρει με το βλέμμα της τον χώρο, βρίσκοντας τον Νίκολας με τον Όσκαρ και τον Φίλιπ στην άλλη άκρη του χώρου. Σιωπηλά τους πλησίασε. Την πονούσε τόσο η σκηνή, που σχεδόν αγνόησε την παλλόμενη καρδιά της στην θέα του συζύγου της.

«Α, Λένα. Τα κατάφερες». Μουρμούρισε μόλις την αντίκρισε προτού στραφεί πάλι μπροστά. Η αδιαφορία του δεν την πλήγωσε διότι ήταν αναμενόμενη και δεν έτρεφε καμία ελπίδα πως θα την κοιτούσε με αγάπη μηδέ περίμενε καλό του λόγο. Δεν την είχε πάρει καν τηλέφωνο δυο 24 ώρα τώρα.

«Νίκολας με αγαπάς;»

«Πως σου ήρθε αυτό τώρα;»

«Πες μου απλά ναι ή όχι».

«Είναι ώρα νομίζεις για αυτή την συζήτηση;»

«Θέλω να χωρίσουμε».

«Εντάξει λοιπόν».

Σταύρωσε τα χέρια της και έγνεψε στον Όσκαρ και τον Φιλιπ, οι οποίοι ανταπέδωσαν. Ξαφνιάστηκε ελαφρώς με τον τελευταίο. Είχε να τον δει από τον γάμο της. Ο Νίκολας τον έστειλε μέσα σε λίγες μέρες  αλλού να δουλέψει και δεν τον είδε ξανά έκτοτε. Το 'αλλού' κατέληξε να είναι ο Όσκαρ μάλλον.

Ο ΒιρτουόζοςOnde histórias criam vida. Descubra agora