Αφού μας έβαλαν στο κελί και κλείδωσαν την πόρτα εγώ άρχισα να κλαίω και ο Γουίλ έκατσε στο κρεβάτι δίπλα μου. Με άγγιξε απαλά στο μάγουλο με την παλάμη του και σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό μου.
" Θα βρούμε έναν τρόπο Λίσα. Θα σπάσουμε την κατάρα. Δεν θα τους αφήσουν να σε αγγίξουν. " Μου είπε ο Γουίλ.
" Δεν είναι τόσο απλό Γουίλ... Δεν καταλαβαίνεις; θα γίνουμε σαν κι αυτούς. Η κατάρα είναι πάντα μια κατάρα. Οι γονείς μας πάντα μας προστάτευαν, θυσιάστηκαν για εμάς. Προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να μας βοηθήσουν, όμως ήξεραν ότι ήταν αδύνατον. Και εμείς... Ενείς είμαστε δυνατοί γιατί έχουμε χαρίσματα ενός βρυκόλακα Γουίλ. Όπως είχαν και οι πατεράδες μας. Τρέχουμε γρήγορα σαν κι αυτούς. Εσύ εκείνη την ημέρα στο δάσος αισθάνθηκες ότι κάποιος ήταν κοντά, θυμάσαι; Και μετά εμφανίστηκαν πίσω από το δέντρο. Μέσα μας κυλάει η δύναμη, η φύση τους, θα γίνουμε βρυκόλακες Γουίλ. Και " είπα και ένα δάκρυ κύλησε ξανά στο μάγουλό μου. " Δεν θα το αντέξω να σε χάσω. Γιατί αυτό θα γίνει Γουίλ. " Είπα απογοητευμένη.
" Λίσα, μπορεί η κατάρα να είναι δύσκολο να λυθεί αλλά όχι αδύνατο. Η αγάπη μας είναι πιο δυνατή. Τόσο καιρό επιβιώναμε επειδή ήμασταν μαζί, ενωμένοι. " Είπε ο Γουίλ.
Τότε με πλησίασε και με φίλησε πιο δυνατά από τις προηγούμενες φορές. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τον φιλάω, ήμουν στην αγκαλιά του και ήθελα να μείνω εκεί για πάντα. Ξαφνικά μέσα στην ησυχία ο Γουίλ σηκώσε το κεφάλι του και άρχισε να εξετάζει το δωμάτιο.
" Ξέρεις θα μπορούσαμε να το σκάσουμε από το παράθυρο. " Μου είπε καθώς το κοιτούσε από πάνω μας.
Εγώ τον κοιτούσα λυπημένα και αυτός βλέποντας με έτσι έσκυψε και φίλησε το λαιμό μου. Τινάχτηκα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ο Γουίλ με κοιτούσε αναστατωμένος. Προσπάθησε να με πλησιάσει αλλά δεν τον άφησα. Έφυγα μακριά του.
" Τι έπαθες; " Με ρώτησε ο Γουίλ προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε γίνει.
" Εσύ πρέπει να το σκάσεις όχι εγώ. " Είπα.
" Τι; Λίσα τι λες; " Ρώτησε ο Γουίλ μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που άκουσε.
" Φοβάμαι ότι θα σου κάνω κακό Γουίλ ή το αντίθετο. Είπαν ότι την ημέρα του Χειμερινού Ηλιοστασίου θα μας έρθει η επιθυμία να πιούμε ανθρώπινο αίμα. Γι αυτό μας κρατάνε εδώ. Είναι κόλπο. Φοβάμαι ότι θα σου κάνω κακό, χωρίς να το θέλω. " Είπα λυπημένη.
" Αυτό είναι βρε χαζούλα, δεν πρόκειται να... " Είπε και πλησίασε για να με αγκαλιάσει.
" Όχι Γουίλ. " Άπλωσα το χέρι μου και τον εμπόδισα να με πλησιάσει. " Πρέπει να φύγεις. " Είπα και αναστέναξα βαθιά.
" Θα σου κάνουν κακό Λίσα έτσι και μάθουν ότι το έσκασα. " Είπε ο Γουίλ.
" Δεν πρόκειται να μου κάνουν κακό και το ξέρεις. Σε κανέναν δεν θα κάνουν κακό, μας χρειάζονται. Αν μας σκοτώσουν το φεγγάρι δεν θα μπορέσει να μας εκδικηθεί, φαντάσου τι θα γινόταν αν μας σκότωναν..." Είπα.
" Λίσα, όχι! Θα βρούμε άλλον τρόπο. Δεν πρόκειται να φύγω, ξέχνα το! " Είπε αποφασιστικά.
" Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι ο μόνος τρόπος για να μείνουμε ασφαλείς; Πάνε και βρες την τουλίπα! Μερικές φορές πρέπει να κάνουμε θυσίες Γουίλ! " Είπα έντονα και του γύρισα την πλάτη.
Έκλεισα τα μάτια μου και δύο δάκρυα κύλησαν ξανά στο πρόσωπό μου.
" Ίσως έχεις δίκιο. " Είπε κοφτά ο Γουίλ.
Διέκρινα τον πόνο στη φωνή του. Με πλήγωνε που πονούσε αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να φύγει. Άκουσα να ανεβαίνει στο κρεβάτι και να σκαρφαλώνει στο παράθυρο.
" Αντίο Λίσα. " Είπε σιγανά και πήδηξε.
Γύρισα αργά προς το παράθυρο. Το κλάμα μου δυνάμωσε.
" Αντίο Γουίλ. Να προσέχεις! " Είπα ψηθυριστά.
Έμεινα στο κρεβάτι με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος μέχρι αργά. Θυμόμουν όλα όσα είχαμε περάσει, όταν γνωριστήκαμε, όταν εκπαιδευόμασταν, όταν περιπλανιόμασταν μόνοι στο δάσος και έκλαιγα περισσότερο. Σκεφτόμουν ζαλισμένη διάφορα, ώσπου με πήρε ο ύπνος. Ονειρεύτηκα τον Γουίλ. Ήταν νύχτα και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος. Φαινόταν ότι πλησίαζε το λόφο, όμως ήταν ανήσυχος και φαινόταν σαν να τον ακολουθούσε κάτι. Περπατούσε βιαστικά από ένα μικρό δρομάκι που οδηγούσε σε μια τεράστια πλαγιά που είχε πολλά δέντρα, όμως στη μέση υπήρχε ένα ξεχωριστό δέντρο γεμάτο τουλίπες. Ο Γουίλ πήρε την ίδια έκφραση που είχα πάρει κι εγώ στον ύπνο μου. Ήταν το πεύκο που ψάχναμε. Πάνω του υπήρχαν χιλιάδες τουλίπες. Ήταν πανέμορφα.
" Ανέβα ξαι ψάξε για την μοβ τουλίπα Γουίλ. " Φώναζα στο ύπνο μου.
Φυσικά δεν μπορούσε να με ακούσει. Χάζευε την παραδεισένια ομορφιά ώσπου άκουσε ένα θόρυβο και αμέσως πλησίασε γρήγορα το πεύκο, σκαρφάλωσε και άρχισε να ψάχνει για τη μοβ τουλίπα. Έψαχνε βιαστικά αλλά δεν μπορούσε να την διακρίνει. Ο θόρυβος δυνάμωσε αλλά ο Γουίλ την τελευταία στιγμή παρατήρησε κάτι να λαμπυρίζει. Η μοβ τουλίπα ξεπρόβαλε μέσα από ένα κλαδί το οποίο φαινόταν μαγικό. Δεν είχε χρόνο να το παρατηρίσει, με γρήγορη κίνηση ο Γουίλ την πήρε και έπεσε κάτω στο έδαφος. Καθώς πήγαινε να την βάλει στο σακίδιο του, από πίσω του εμφανίστηκε ολόκληρη φυλή από βρυκόλακες και πλάσματα του σκότους. Ήθελα να ουρλιάξω, να τον προειδοποιήσω. Πάλευα στον ύπνο μου. Τότε ένας βρυκόλακας πλησίασε από πίσω και του έβαλε το σπαθί στο λαιμό.
" Χα! Νόμιζες ότι μπορούσες στα αλήθεια να μας ξεγελάσεις αφήνοντας πίσω την κοπέλα σου; " Είπε ο βρυκόλακας ενώ ο Γουίλ προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Δεν άντεχα να βλέπω. Ο Γουίλ προσπάθησε να κουνηθεί αλλά ο βρυκόλακας πίεσε το πιγούνι του με την αιχμή του σπαθιού του.
" Μια φωνή, μια κίνηση και είσαι νεκρός. " Είπε ο βρυκόλακας στον Γουίλ, ενώ αυτός δεν αντιστάθηκε. Έπειτα τον έπιασαν από τους ώμους και τον έσυραν βίαια.
Το όνειρο διαλύθηκε και πετάχτηκα από το κρεβάτι μούσκεμα στον ιδρώτα.