Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε, τσιμπήσαμε κάτι και συνεχίσαμε. Σύμφωνα με τις περιγραφές του πατέρα του Γουίλ, που προφανώς είχε ταξιδέψει στο δάσος, ο λόφος ήταν μακριά και είχαμε πολύ δρόμο ακόμη. Προχωρούσαμε προσεχτικά και κάποια στιγμή ο Γουίλ γύρισε απότομα.
" Ωωω, έλα τώρα δεν μπορεί να εκπαιδευτήκαμε για αυτή την ησυχία. Κάτι πρέπει να συμβεί. " Είπε αναστατωμένος.
"Τι εννοείς; " Τον ρώτησα με μάτια γουρλωμένα.
" Έλα τώρα Λίσα, κάτι δεν πάει καλά. Τόση ησυχία; Είναι παράξενο δεν νομίζεις; Σίγουρα κάτι μας ετοιμάζουν! Πρέπει να είμαστε σε επιφύλαξη " Είπε.
Εγώ ξεροκατάπια.
" Έξυπνη η σκέψη σου Γουίλιαμ Έβανς! " Είπε κάποιος, βγαίνοντας από ένα δέντρο από πίσω μας.
Γυρίσαμε απότομα.
" Πώς τον ξέρεις; " Ρώτησα τον άγνωστο τύπο, που κάτι μου έλεγε ότι δεν ήταν άνθρωπος.
" Χα, χα " Γέλασε αυτός αυταρχικά. " Λίσα Λάνσον... Μεγάλωσες. Εσάς ψάχναμε γλυκιά μου. Όμως οι σοφοί πατεράδες σας έκρυβαν καλά τόσο καιρό. Ευτυχώς τους ξεφορτωθήκαμε και μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας άνετα! " Είπε αυτός και η όψη του έδειχνε άγρια, πράγμα που με έκανε να ανατριχιάσω.
" Τι θέλετε; " Ρώτησε θυμωμένα ο Γουίλ και έπειτα μου έρειξε ένα γρήγορο βλέμμα.
" Κάτι μου λέει ότι ψάχνετε κάτι, έτσι δεν είναι; " Μας ρώτησε γελώντας πονηρά. " Άμα έρθετε, χωρίς φασαρία μαζί μας, ίσως σας βοηθήσουμε να το βρείτε. " Είπε.
" Ποτέ! " Φώναξε ο Γουίλ.
Αυτός γέλασε πονηρά και άρχισε να μας πλησιάζει. Πήγε να με αγγίξει αλλά ο Γουίλ τινάχτηκε.
" Μακριά από την Λίσα. " Φώναξε ο Γουίλ άγρια, έβγαλε το ασημένιο στιλέτο από τη ζώνη του και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αυτός έπεσε κάτω. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Γουίλ μου άρπαξε το χέρι.
" Λίσα, τρέξε! " Μου είπε.
Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίστηκαν πίσω μας δύο ακόμα βρυκόλακες.
" Ίθαν, Φίλιπ, πιάστε τους! " Έδωσε εντολή ο πρώτος, ο οποίος προσπαθούσε να συνέρθει από το χτύπημα. Άρχισαν να μας κυνηγάνε οι δύο βρυκόλακες και από πίσω ακολουθούσε και ο τρίτος πιάνοντας την πληγή που ρίχε γίνει από το ασήμι. Τρέχαμε αρκετά γρήγορα αλλά άρχιζαν να μας φτάνουν.
" Γουίλ θα μας φτάσουν, δεν αντέχω άλλο. " Είπα.
" Τρέχα, βρες κάπου και κρύψου. Θα πάω εγώ! " Έιπε ο Γουίλ αποφασιστικά.
" Όχι! Δεν πρόκειται να φύγω χωρίς εσένα. Είχες πει ότι θα είμαστε ενωμένοι. " Είπα ανήσυχη.
Ο Γουίλ ακούμπησε τον αντίχηρα του στα χείλη μου και τα χάιδεψε.
" Θα επιστρέψω, το υπόσχομαι! Πάνε κρύψου! " Μου είπε και με αγκάλιασε σφιχτά.
Έβγαλε τα όπλα του και έτρεξε πίσω, ενώ εγώ έτρεξα μέσα στο δάσος. Δεν απομακρύνθηκα πολύ. Πήγα και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και παρακολουθούσα τι θα γίνει. Οι δύο βρυκόλακες έτρεχαν προς τον Γουίλ και αυτός προς στο μέρος τους. Με γρήγορη κίνηση ο Γουίλ χτύπησε με το κοντάρι του τον έναν στο πρόσωπο πέφτοντας κάτω, ενώ ο άλλος από πίσω έπεσε πάνω στον Γουίλ ρίχνοντάς τον κάτω. Ο Γουίλ πάλευε να κρατήσει το κοντάρι στα χέρια του, ενώ ο βρυκόλακας από πάνω του προσπαθούσε να του το πάρει. Καθώς παρακολουθούσα με αγωνία πίσω από το δέντρο ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπάει και με απότομη κίνηση μου έκλεισε το στόμα. Ο βρυκόλακας που μας μίλησε πρώτος προσπάθησε να με πάρει μαζί του αλλά τον έσπρωξα με δύναμη και μετά έβγαλα το στιλέτο μου. Αυτός γέλασε. Εγώ του επιτέθηκα με φόρα και αυτός πέταξε το στιλέτο με ευκολία από το χέρι μου. Μετά σειρά είχε το κοντάρι. Του επιτέθηκα ξανά και αυτός παραπάτησε προς τα πίσω. Έπειτα προσπάθησε να αμυνθεί και στην δεύτερη επίθεσή μου εναντίον του, με έσπρωξε και έπεσα με φόρα στο δέντρο χτυπώντας δυνατά το κεφάλι και τον αριστερό ώμο μου. Πήγα να σηκωθώ αλλά ζαλιζόμουν αρκετά και ο ώμος μου πονούσε απίστευτα. Ο βρυκόλακας άρχισε να με πλησιάζει αργά. Έκλεισα τα μάτια μου. Ξαφνικά ο Γουίλ τον κάρφωσε στην πλάτη με το ασημένιο στιλέτο και αυτός έπεσε κάτω πιάνοντας το τραύμα του. Ο Γουίλ ήρθε κοντά μου, με στήριξε στους ώμους του και φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά και σβήσαμε τα ίχνη μας, με στήριξε απαλά σε ένα δέντρο.
" Είσαι καλά; " Με ρώτησε ανήσυχα.
" Ναι. " Απάντησα ξερά.
Πονούσα πολύ. Ο Γουίλ πήραξε απαλά την πληγή στο μέτωπό μου. Έβρεξε με ένα μπουκάλι ένα πανί που είχε στο σάκο του και άρχιζε να την καθαρίζει.
" Συγνώμη! " Μου είπε. " Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει... " Είχε πάρει ένα λυπημένο βλέμμα.
" Δεν φταις εσύ Γουίλ..." του είπα και τον χάιδεψα στο χέρι. " Εσύ πώς γλίτωσες; " Τον ρώτησα.
" Με λίγη τύχη! " Είπε ανακουφισμένος. " Νεκροί και οι δύο. Κάρφωσα το κοντάρι στην καρδιά τους όπως μας έμαθε ο κύριος Μίλερ. " Είπε και μου χαμογέλασε. " Για να δω τον ώμο σου.." Είπε και με πλησίασε.
" Γουίλ, μια χαρά είναι... " Είπα. "Δεν έχουμε καιρό γι' αυτά. Θα ξανάρθουν, πρέπει να φύγουμε. "
Άρχισε να νυχτώνει.
" Όχι, πρέπει να ξεκουραστείς. Άσε που αρχίζει να βραδιάζει... Νομίζω ότι εδώ είμαστε καλά. " Είπε και ξάπλωσε μαζί μου κάτω από το δέντρο.
Η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο, ήμουν πολύ κουρασμένη. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν με πάρει ο ύπνος είναι τον Γουίλ να με αγκαλιάζει με το χέρι του και να με παρατηρεί καθώς εγώ ξάπλωνα επάνω του.
