Παρτ 11

313 45 9
                                        

Όταν ξύπνησα ήταν απόγευμα. Ήμουν στις όχθες του ποταμού. Ήμουν χάλια. Είχα ένα σορό πληγές που στο κεφάλι μου. Τα ρούχα μου είχαν σκιστεί και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί! Συγκεντρώθηκα και γύρισα πίσω μου. Είδα τον Γουίλ αναίσθητο στην όχθη του ποταμού. Το νερό κυλούσε πάνω του. Έτρεξα κοντά του. Είχε μια τεράστια πληγή στο πλευρό και μια στο κεφάλι. Η μπλούζα του είχε σκιστεί και αιμοραγούσε.
" Γουίλ.." Είπα με αδύναμη φωνή, καθώς τον σκουντούσα αδύναμα. "Γουίλ, ξύπνα! Σε παρακαλώ! " Είπα, προσεύχοντας να μην είναι νεκρός. Έπιασα απαλά το πρόσωπό του και έπειτα το χέρι του. " Γουίλ μου υποσχέθηκες ότι δεν θα με αφήσεις. Σε παρακαλώ ξύπνα! Σε χρειάζομαι. " Έλεγα με ραγισμένη φωνή.
Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Αυτός όμως δεν αντιδρούσε. Κόντευα να τρελαθώ. Μην ξέροντας πως να αντιδράσω, έσκυψα και τον φίλησα γλυκά στα χείλη. Σηκώθηκα και τον κοιτούσα επίμονα αλλά τίποτα. Είχα αρχίσει να χάνω ελπίδες. Άλλο ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου και άρχισα να κλαίω δυνατά. Έπεσα πάνω του και τον αγκάλιασα σφιχτά.
" Γουίλ σε ικετεύω, σε παρακαλώ μην με αφήσεις μόνη μου... Σε χρειάζομαι. Μόνο εσένα χρειάζομαι. Σ' αγαπώ Γουίλ! " Έλεγα κλαίγοντας με λυγμούς καθώς το κεφάλι μου ακουμπούσε πάνω του. Μέσα στην απελπισία μου ο Γουίλ μου έσφιξε αδύναμα το χέρι. Αμέσως σήκωσα το κεφάλι μου και το βλέμμα μου στράφηκε στο πρόσωπο του.
" Γουίλ, Γουίλ με ακούς; " Ρώτησα γεμάτη αγωνία.
" Λίσα; " Ψιθύρισε αυτός αδύναμα.
" Ναι Γουίλ, ναι, εδώ είμαι! " Του απάντησα.
"Συγ-Συγνώμη Λίσα. Δεν ήμουν ικανός... Δεν, δεν μπόρεσα να, να σε προ-προστατεύσω. " Είπε ο Γουίλ συλλαβιστά.
Ήταν τόσο αδύναμος. Οι λέξεις έβγαιναν δύσκολα από τα χείλη του. Δεν είχε ανοίξει ακόμα τα μάτια του και υπέφερε πολύ. Δεν το έδειχνε αλλά εγώ το έβλεπα. Με αυτά τα λόγια άρχισα να κλαίω ακόμα πιο πολυ. Του έσφιξα περισσότερο το χέρι.
" Γουίλ έκανες ότι μπορούσες για να μας σώσεις... " Έλεγα κλαίγοντας. " Κόντεψες να θυσιάσεις την ίδια σου τη ζωή για μένα. "
" Σ' αγαπώ πολύ! " Είπε ο Γουίλ καθώς σιγά, σιγά πάλευε να ανοίξει τα μάτια του.
" Και εγώ σ' αγαπώ Γουίλ. Δεν φαντάζεσαι πόσο. " Είπα καθώς αντίκρισα τα υπέροχα γαλαζοπράσσινα μάτια του.
Ο Γουίλ γέλασε ελαφρά και εγώ τον χάιδεψα στα βρεγμένα του μαλλιά. Μετά όμως το βλέμμα μου στράφηκε στις πληγές του.
" Γουίλ αιμοραγείς. " Είπα και έβγαλα ένα μαντίλι από την τσέπη μου. Άρχισα να καθαρίζω τις πληγές του. Ο Γουίλ προσπάθησε να σηκωθεί και εγώ τον βοήθησα. Άρχιζε να σκοτεινιάζει. Μετά από λίγο πήγαμε κάτω από ένα δέντρο, ο Γουίλ φαινόταν λίγο καλύτερα όμως ήταν ταλαιπωρημένος και η πληγή του ήταν πολύ άσχημη. Έπρεπε να γυτίσιυμε πίσω αλλά ήταν δύσκολο για τον Γουίλ. Γύρισε και με κοίταξε. Εγώ τον αγκάλιασα σφιχτά και βολεύτηκα μαζί του στο κορμό του δέντρου. Το μόνο που ήθελα ήταν να γίνει καλά. Να ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Το ήξερα ότι μας είχαν μείνει λίγες μέρες μέχρι το Χειμερινό Ηλιοστάσιο αλλά το μόνο που με ένοιαζε αυτή τη στιγμή ήταν να γίνει καλά. Την επόμενη μέρα ο Γουίλ αισθανόταν πολύ καλύτερα. Εγώ επέμενα ότι δεν ήταν κάλη ιδέα να σηκωθεί όμως αυτός δεν με άκουγε. Έλεγε ότι έπρεπε να γυρίσουμε πίσω γιατί δεν είμαστε ασφαλείς εδώ. Σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε σιγά. Μας πήρε αρκετή ώρα γιατί ο Γουίλ συνεχώς σταματούσε και έπιανε που και που την πληγή στο πλευρό του. Φαινόταν απίστευτα κουρασμένος και εγώ προσπαθούσα να τον βοηθήσω όσο μπορούσα. Δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι. Ήταν πραγματικά γενναίος, ήθελε να είμαι ασφαλής. Δεν σκεφτόταν καν την ιδέα να μείνουμε στο δάσος άλλη μία μέρα. Ακόμη και μέσα στον πόνο του προσπαθούσε να μην στηρίζεται με όλη του τη δύναμη επάνω μου για να μην με κουράσει ή με πονέσει. Όταν φτάσαμε στην πόλη άρχιζε να σκοτεινιάζει. Ευτύχως για καλή μας τύχη δεν είχαμε φασαρίες με βρυκόλακες γιατί τότε πραγματικά δεν ήξερα τι θα γινόταν. Μετά από ένα μισάωρο φτάσαμε στο σπίτι του κύριου Μίλερ. Αυτός έπαθε σοκ στο θέαμα που αντίκρυζε αλλά αμέσως με βοήθησε να βάλω τον Γουίλ στον καναπέ και τον έβαλε επίδεσμο στο πληγωμένο του πλευρό. Έπειτα καθίσαμε και εμείς και άρχισα να του εξηγώ όλα όσα είχαν συμβεί. Ο κύριος Μίλερ μας κοιτούσε έκπληκτος σαν να μην πίστευε όλα όσα άκουγε αλλά μέτα το βλέμμα του σοβάρεψε. Κοίταξε λίγο τον Γουίλ, ο οποίος καθόταν στο καναπέ κουρασμένος και πληγωμένος και μετά κοίταξε εμένα που τον κοιτούσα ανυπόμονα. Στο τέλος πήρε την απόφαση να μας μιλήσει.

Το Ματωμένο ΦεγγάριHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin