Παρτ 5

494 56 5
                                    

Όλη την εβδομάδα εγώ και ο Γουίλ παλεύαμε μεταξύ μας σε μια αλάνα. Μας είχαν δώσει ένα ασημένιο στιλέτο, γιατί το ασήμι τραυμάτιζε τους βρυκόλακες και ένα ειδικό κοντάρι και ο κύριος Μίλερ μας έμαθε πως να αμυνθούμε τους βρυκόλακες. Ο Γουίλ συνεχώς με πείραζε ρωτώντας με αν ήταν καλός ως βρυκόλακας όταν έφτιαχνε τον αντίπαλό μου, καθώς τον πάλευα με ψεύτικο στιλέτο. Πέφταμε πολλές φορές ο ένας πάνω στον άλλον, πράγμα πολύ αμήχανο. Πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι που ήρθε η μέρα να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας. Την προηγούμενη μέρα ξεκουραστήκαμε καλά. Ο κύριος Μίλερ μας είχε προετοιμάσει και μας είχε συμβουλεύσει ότι έπρεπε να είμαστε ξεκούραστοι ενώ η κυρία Μπένιγκτον ετοίμασε τις στολές μας. Ήμασταν και οι δύο κάπως νευρικοί. Δεν ήταν ότι και πιο εύκολο, αλλά έπρεπε να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Βάλαμε τις στολές μας. Ο Γουίλ φορούσε ένα γκριζοπράσινο κοντομάνικο μπλουζάκι με ένα μαύρο δερμάτινο παντελόνι και στη μέση του, είχε δεμένη μια μαύρη ζώνη με τα όπλα του. Στα χέρια του φορούσε μαύρα γάντια και προστατευτικά για τους αγκώνες. Ήταν πολύ όμορφος! Εγώ φορούσα ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι με σκίσιμο στους ώμους. Μπροστά είχε φερμουάρ και πίσω κορσέ. Επίσης στα χέρια μου φορούσα μανσέτες σε στυλ γάντια που έφταναν μέχρι τα μπράτσα μου και συνδέονταν με μικρές τιράντες στα μανίκια από το μπλουζάκι μου. Φορούσα ένα μαύρο δερμάτινο παντελόνι και στη μέση είχα μια μαύρη ζώνη με τα όπλα μου.
" Έτοιμη; " Με ρώτησε γεμάτος άγχος ο Γουίλ.
" Έτοιμη! " Απάντησα και του χαμογέλασα με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Βάλαμε τα σακίδια με τα απαραίτητα στην πλάτη μας.
" Να προσέχετε! " Μας είπε και μας αγκάλιασε ο κύριος Μίλερ.
Ανοίξαμε την πόρτα και αντίκρισα την πόλη πιο παράξενη από ποτέ. Περπατούσαμε σιωπηλοί στην πόλη μέχρι που φτάσαμε στην γέφυρα, η οποία την χωρίζει από τα προστατευτικά σύνορα που δημιουργούσε το σύστημα. Ο Γουίλ και εγώ κοιταχτήκαμε με βλέμμα όλο αγωνία και μου έπιασε το χέρι.
" Ό,τι και να γίνει θα είμαστε ενωμένοι. Δεν πρόκειται να σε αφήσω. Το υπόσχομαι... " Μου είπε με σιγουριά και αποφασιστικότητα.
Του έσφιξα το χέρι και έγνεψα ελαφρώς δίνοντάς του ένα χαμόγελο ανακούφισης. Έπειτα περάσαμε την γέφυρα και βγήκαμε από την πόλη. Διασχίζαμε το δάσος προσεκτικά. Φαινόταν πραγματικά τρομακτικό. Κάθε μονοπάτι, κάθε στροφή έμοιαζε τόσο ανατριχιαστική σαν να ήθελε να μας προηδοποιήσει ότι διάφορα κρύβονται μέσα της. Περπατούσαμε ώρες ολόκληρες και τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο, ο ήλιος έδυε. Σταματήσαμε πίσω από ένα δέντρο και καθήσαμε.
" Καλύτερα να φάμε τώρα κάτι, προτού βραδιάσει για τα καλά." Είπε ο Γουίλ.
" Έχεις δίκιο. " Συμφώνησα.
Βγάλαμε τα σάντουιτς από το σακίδιο και φάγαμε γρήγορα. Συνεχίσαμε να περπατάμε. Είχε σκοτινιάσει και το δάσος φαινόταν ανατριχιαστικό.
" Πρέπει να βρούμε ένα ασφαλές μέρος να ξεκουραστούμε για να συνεχίσουμε αύριο το πρωί. " Είπε ο Γουίλ.
" Χα. Ναι αλλά δεν νομίζω να υπάρχει ασφαλές μέρος εδώ πέρα." Απάντησα εγώ.
" Λίσα... " Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Το φεγγάρι έλουζε την όψη του και τα μάτια του πετούσαν σπίθες ξανά. " Πρέπει να είσαι αισιόδοξη. Το ξέρω είναι επικίνδυνο και εγώ φοβάμαι αλλά θα τα καταφέρουμε. Πρέπει! Τίποτα δεν θα σου συμβεί. Είμαι εγώ εδώ!" Μου είπε γενναία.
Για μια στιγμή είχαμε χάσει και οι δυο επαφή. Είχαμε καρφωθεί ο ένας πάνω στον άλλον. Το φεγγάρι έφεγγε ακριβώς από πάνω μας. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω τα γαλαζοπράσινα μάτια του που στο φως του φεγγαριού σε στιγμάτιζαν. Η καρδιά μου ήθελε σαν τρελή να βγει έξω από το σώμα μου. Την ένιωθα, χτυπούσε στο στήθος μου δυνατά.
" Ναι! Θα βρούμε σίγουρα κάποια λύση. " Κατάφερα να πω μετά από μερικά λεπτά. " Όταν είμαι μαζί σου δεν φοβάμαι τίποτα! " Είπα.
Μου χαμογέλασε με εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο.
" Έλα! Πάμε! Μου είπε τρυφερά. "
Βρήκαμε ένα δέντρο κοντά στην όχθη του ποταμού. Το φεγγάρι έλουζε όμορφα το ποτάμι. Είχα ξεχάσει τελείως ότι βρισκόμαστε σε επικίνδυνη αποστολή. Σίγουρα δεν ήταν και το πιο ασφαλές μέρος, αλλά ήμασταν κουρασμένοι Ο Γουίλ έβγαλε έναν βογκητό κούρασης και έπειτα έστρωσε το μπουφάν του και ξάπλωσε.
" Έλα! " Μου είπε και μου άπλωσε το χέρι του. "Είσαι εντάξει; "
" Ναι! Μια χαρά! " Του απάντησα.
Ο γλυκός ήχος που έβγαζαν τα νερά του ποταμού και το φεγγάρι που τα έκανε να αστράφτουν μέσα στο σκοτάδι και να έχεις την συντροφιά του Γουίλ, άξιζε!
" Κρυώνεις; " Με ρώτησε ο Γουίλ.
Η αλήθεια είναι ότι είχε λίγο κρύο.
" Όχι. " Του απάντησα αλλά αυτός διέκρινε το τρέμουλο στον τόνο της φωνής μου. Χαμογέλασε αθώα, με πλησίασε και με αγκάλιασε σφιχτά.
" Νομίζω ότι αυτό είχε βοηθήσει την τελευταία φορά. " Μου είπε. Δεν μπόρεσα να μιλήσω. Έπειτα άρχισε να με χαϊδεύει με τα χέρια του για να ζεσταθώ.
" Καλύτερα; " Με ρώτησε.
" Ναι! " Κατάφερα να πω.
Έκλεισα τα μάτια μου. Όλο αυτό που ένιωθα ήταν υπέρ αρκετό. Συγκεντρώθηκα στον υπέροχο ήχο του ποταμού. Ένιωσα τον Γουίλ να πλησιάζει πιο κοντά. Πιο τρυφερά. Το πρόσωπο του είχε ελάχιστη απόσταση από το δικό μου. Άνοιξα τα μάτια μου και αυτός είχε καρφωθεί στα μάτια μου. Τα χείλη του πλησίασαν τα δικά μου. Η ανάσα του είχε κολλήσει με την δικιά μου. Με φίλησε αργά και ήταν το πιο όμορφο και δυνατό συναίσθημα που έχω νιώσει.
Έκαιγα ολόληρη. Το ίδιο και αυτός
" Σ' αγαπώ Λίσα. " Μου είπε με σιγανά.
Τα μάτια του πετούσαν φλόγες.
" Κι εγώ σ' αγαπώ Γουίλ. " Του είπα.
Πρώτη φορά ένιωθα τα λόγια που έλεγα. Αυτή τη φορά το φιλί του ήταν πιο δυνατό από το προηγούμενο. Κουλουριαστήκαμε και οι δυο, ο ένας πάνω στον άλλον και μείναμε σιωπηλοί. Ευτυχώς η νύχτα ήταν ήσυχη.

Το Ματωμένο ΦεγγάριWhere stories live. Discover now