Η φωτογραφία

95 18 14
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

Είναι βράδυ και εγώ κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού μου και στα χέρια μου κρατάω τον φάκελο που είχα βρει έξω από την πόρτα του σπιτιού μου λίγες μέρες πριν, τον άνοιξα και άρχισα να διαβάζω ξανά το γράμμα που είχε μέσα, αυτή την φορά όμως το διάβαζα δυνατά μήπως καταφέρω και μπορέσω να καταλάβω τίποτα από όλα αυτά. Το γράμμα έλεγε
'' Μην σε ξανά δω σε εκείνο το σπίτι, πρέπει να ξεχάσεις πως υπάρχει και να σταματήσεις να αναρωτιέσαι τι έγινε εκείνο το βράδυ. Η περιέργεια σκότωσε την γάτα, πρόσεχε τι κάνεις.''
Το διάβαζα ξανά και ξανά δεν μπορούσα να βγάλω μια άκρη δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα, μετά από αρκετές φορές που το διάβασα το δίπλωσα και το άφησα ξανά πάνω στο τραπεζάκι που είχα ακριβώς μπροστά μου, σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι μου, ξάπλωσα και μετά από πολλές σβούρες κατάφερα επιτέλους να κοιμηθώ.
Το βράδυ κυλούσε ήσυχα μέχρι που άρχισαν και πάλι τα όνειρα... Αυτή την φορά όμως ήταν ένα διαφορετικό όνειρο, είδα την Αγγελική, είδα το κοριτσάκι μου πόσο μου είχε λείψει να την βλέπω.

8

Όμως δεν ήταν χαρούμενη.. Ώσπου ξαφνικά το σπίτι πίσω της άρχισε να βγάζει φλόγες... Καιγόταν, καιγόταν ξανά δεν το πιστεύω. Είχε τόσο καπνό δεν έβλεπα τίποτα μέχρι που ξαφνικά ξεκίνησα να διακρίνω μέσα στους καπνούς μια φιγούρα όσο πλησίαζε κατάλαβα πως η φιγούρα αυτή ανήκε στην κυρία Ηρώ την μητέρα της Αγγελικής, ήταν μαζί την είχε στην αγκαλιά της, τις άκουγα να κλαίνε να φωνάζουν από τον πόνο. Έτρεξα, έτρεξα να τις φτάσω να πάω κοντά τους να τις βοηθήσω, μα όσο πιο πολύ έτρεχα τόσο πιο πολύ απομακρυνόντουσαν, έτρεχα πιο γρήγορα ακόμα. Έπρεπε να τις φτάσω, δεν μπορούσα, δεν μπορούσα, έπεσα στα γόνατα μου και άρχισα να κλαίω, ξαφνικά νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου. Τρομαγμένη γύρισα να κοιτάξω και βλέπω την Αγγελική και την κυρία Ηρώ να με κοιτάνε τόσο έντονα και οι δύο, εγώ αμέσως σηκώθηκα και χώθηκα στην αγκαλιά τους... Τόσος καιρός πέρασε απο την τελευταία φορά που το έκανα αυτό δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η στιγμή , ήταν τόσο αληθινό... Ξαφνικά όλα γύρο μου σκοτείνιασαν και από το βάθος είδα την αγγελική να έρχεται με λαχτάρα προς το μέρος μου, όταν έφτασε σε εμένα γονάτισε μαζί μου και με πήρε αγκαλιά, ένιωσα μια ζεστασιά και μια ασφάλεια ξανά, ήταν τόσο αληθινό...

9

Μετά από λίγο με άφησε από την αγκαλιά της και εγώ με δάκρυα στα μάτια της είπα
Ίριδα: Μην με αφήνεις Αγγελική, μου λείπεις σε παρακαλώ μην με αφήνεις από την αγκαλιά σου κράτα με λίγο ακόμα.
Αγγελική: Ίριδα μου, κοριτσάκι μου εδώ είμαι ποτέ δεν έφυγα από κοντά σου πάντα σε πρόσεχα και συνεχίζω να σε προσέχω για αυτό είμαι σήμερα εδώ.
Εγώ δεν είπα τίποτα το μόνο που έκανα ήταν να χωθώ στην αγκαλιάς της ξανα, εκείνη με το χέρι της έπιασε το πιγούνι μου, μου σήκωσε το κεφάλι λέγοντας μου
Αγγελική: Κοίταξέ με Ίριδα κοίταξέ με στα μάτια και άκου με προσεχτικά.
Εγώ όσο μου μιλούσε είχα χαμηλώσει το βλέμμα μου και μόλις μου είπε να την κοιτάξω στα μάτια σήκωσα το κεφάλι μου και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, πόσος καιρός είχε περάσει που είχα να το κάνω αυτό, πόσος...

10

Αγγελική: Άκου σε με. Ξέρω πως έχει ακόμα φορές που πας στο σπίτι μου και αφήνεις 2 τριαντάφυλλα για εμένα και την μητέρα μου και αυτό είναι πολύ όμορφο όμως σε παρακαλώ πολύ σταμάτα να πηγαίνεις εκεί για το καλό σου Ίριδα και σταμάτα να ψάχνεις και να σκαλίζεις ακόμα το τι έγινε εκείνη την ημέρα, παράταττα σε παρακαλώ.
Ίριδα: Αγγελική πρέπει να μάθω τι έγινε εκείνο το βράδυ πες μου σε παρακαλώ θέλω να μάθω
Αγγελική: Δεν μπορώ να σου πω ακόμα τι έγινε κατάλαβε πως αυτό είναι επικίνδυνο για την ζωή σου, θα μάθεις όταν είναι η ώρα.
Μου είπε και χάθηκε ξανά μέσα στο σκοτάδι.
Εγώ τότε πετάχτηκα από το κρεβάτι μου λαχανιασμένη για άλλη μια φορά, ήταν ακόμα τέσσερις το πρωί αλλά ο ύπνος δεν έλεγε να με πάρει ξανά, έτσι αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου ντύθηκα και πήρα την φωτογραφική μου κάμερα την οποία μου την έδωσαν στην σχολή.

11

βγήκα από το σπίτι κλείδωσα και κατέβηκα τα σκαλιά της πολυκατοικίας, άνοιξα την εξώπορτα και άρχισα να παίρνω τον δρόμο που οδηγούσε στην παραλία, μόλις έφτασα έκατσα στα βοτσαλάκια και απλά χάζευα την θάλασσα, αυτό το ωραίο αεράκι που είχε με συνδυασμό τον ήχο της θάλασσας όπου τα κύματα χτυπούσαν πάνω σε κάτι βράχους που είχε πιο δίπλα..
Ήταν τόσο υπέροχα, εκεί όμως που καθόμουν άκουσα κάτι που μου χάλασε την ησυχία, νομίζω ακουγόντουσαν κάτι σαν κλάματα και καθώς πλησίαζα κατάλαβα πως όντως αυτό που άκουγα ήταν κλάματα. Προσπάθησα να κάνω ησυχία για να πλησιάσω στους βράχους να δω από πού προερχόταν αυτό το κλάμα αλλά μόλις πλησίασα αρκετά αυτός που καθόταν πίσω από τους βράχους με άκουσε και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εγώ δεν έκανα τον κόπο να τρέξω πίσω του έφτασα μέχρι το σημείο που καθόταν και έμεινα εκεί για λίγο μέχρι που κουράστηκα και είπα να φύγω όταν γύρισα όμως πάτησα κάτι και έσκυψα να δω τι ήταν αυτό. Ήταν μια φωτογραφία όπου πάνω της απεικονιζόταν η Αγγελική, η φωτογραφία αυτη όμως ήταν μισο καμμένη δεν φαινόταν και πολύ καλά αλλά άνετα μπορούσε να καταλάβει κανείς ποιός ήταν,

12

στον ώμο της φαινόταν ένα χέρι μπορούσα να καταλάβω ότι το χέρι αυτό ανήκε σε κάποιον άντρα αλλά το προσωπό του δεν μπορούσα να το δω γιατί το σημείο αυτό είχε καεί... Μα ποιός άραγε θα μπορούσε να είναι και ποιός ήταν αυτός που καθόταν τώρα εδώ και γιατί είχε φωτογραφία της Αγγελικής; Πολλά ερωτήματα, πολλά κενά, πρέπει να μάθω, να μάθω ποιός ήταν αυτός που καθόταν εδώ πριν από λίγο και γιατί είχε την φωτογραφία αυτή.

13

Το μονοπάτι της σιωπηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora