ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

45 3 1
                                    

Συνηθίζω να κάθομαι κάθε δειλινό σε μια αναπαυτική καρέκλα που είναι στραμμένη στο ανοιχτό παράθυρο. Ακουμπάω απαλά τα πόδια μου στο σκονισμένο περβάζι και κοιτάζω έξω από αυτό τα αμέτρητα αστέρια.

Ένα κρύο αεράκι βαράει τις περισσότερες φορές το πρόσωπο μου χαιδεύοντας το απαλά με την ένταση του. Αυτό είναι η απόλαυση για εμένα. Αυτές είναι οι ώρες που θέλω να μην έχουν τέλος αλλά ούτε και αρχή. Υπάρχει η απόλυτη ησυχία. Είμαι μόνο εγώ και ο εαυτός μου απέναντι από τις σκέψεις που μπορεί να μου φέρνει το φως που ξεπροβάλει από το φεγγάρι.

Αυτά που όλοι τα θεωρούν μικρά όπως το ηλιοβασίλεμα, τα άστρα ακόμα και την φύση εγώ τα βλέπω σαν το μεγαλύτερο βασίλειο που έχει χτιστεί πάνω στην γη. Αργότερα αργά και βασανιστικά άρχισα να χτίζω την προσωπικότητα μου πατώντας σε αυτά. Έμαθα να πιστεύω στον εαυτό μου, να εξευτελίζω τους φόβους μου μπροστά στα ίδια μου τα μάτια και να ζωγραφίζω ένα χαμόγελο ακόμα και αν δεν είχα το κέφι για να φτιάξω την διάθεση ενός δικού μου ανθρώπου.

Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει ότι υπάρχουν περισσότερα σε αυτόν τον κόσμο από όσα θεωρείς αυτονόητα. Πότε δεν έδωσα πολύ σημασία στα λόγια της πίστευα ότι απλά θα ήταν επηρεασμένη από τον θάνατο του πατέρα μου όταν ήμουν μόλις έξι χρόνων. Πότε δεν κατάφερα όσο και αν προσπάθησα να βγάλω μέχρι και σήμερα αυτή την μέρα από το μυαλό μου. Είναι χαραγμένη απλά μέσα σε αυτό εδώ και χρόνια.

Η βροχή έπεφτε καταρακτωδός όταν γινόταν η κηδεία του με την μητέρα μου να μου κρατάει σφικτά το χέρι όρθια κάτω από ένα μικρό υπόστεγο και με το άλλο της χέρι κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά ένα κολιέ χρυσό με ένα μεγάλο μοβ μαργαριτάρι στην μέση. Τα δάκρυα κυλάγανε απαλα πάνω στα χλομά μάγουλά της. Τα κόκκινα της μαλλιά ήταν μπερδεμένα και άστατα όπως ακριβώς και η ψυχολογική της κατάσταση εκείνη την στιγμή. Αντίθετα ο μεγάλος μου αδελφός ο Ντάνιελ που ήταν δώδεκα τότε καθόταν σε μια καρέκλα κοιτάζοντας το κενό. Δεν είχε να πει κάτι ούτε ήξερε πως να αντιδράσει.

Μετά από λίγα λεπτά τελείωσε η κηδεία με πόλους άγνωστους ανθρώπους που δεν είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου να περνάνε κρατώντας μια μαύρη ομπρέλα χαιρετόντας και φεύγοντας με μια πονεμένη ή και ακόμα πληγωμένη έκφραση γραμμένη στα μάτια τους. Ήμουν μικρή και δεν κατάλαβαινα το ποσό θα μου κόστιζε η απώλεια του πατέρα μου στο μέλλον.

Όπως και να έχει γυρίσαμε σπίτι με την θεία μου που έμενε στον ακριβώς πάνω όροφο από την κατοικία μας. Η μάνα μου κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα της και κάθισε στο μεγάλο κρεβάτι με γυρισμένη την πλάτη κρατώντας σφιχτά το κολιέ και κλαίγοντας σιωπηλά. Μόνο οι απαλοί της λυγμοί ακούγονταν στον ορίζοντα.

Ως μικρή ήθελα την προσοχή μου για αυτό κοντοστάθηκα έξω από την πόρτα έτοιμη να της πω πως είχα αρχίσει να πεινάω. Αλλά δεν είδα καμιά ανταπόκριση πότε δεν γύρισε πότε δεν έσκασε αυτό το μεγάλο της χαμόγελο ούτε με πείρε αγκαλιά. Ένιωσα ένα γνώριμο άγγιγμα στη πλάτη μου τότε, ήταν η θεία μου η Εμίλυ που με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε στην κουζίνα ενώ εγώ έβλεπα την μητέρα μου να αφερεί το κολιέ της τοποθετώντας το σε ενα μικρό ξύλινο κουτάκι.
Πότε δεν το ξαναφόρεσε για κανένα λόγο μέχρι και σήμερα.

WARRIOR WITHOUT FEAR: AND THE LOST WORLD Donde viven las historias. Descúbrelo ahora