Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΗΞΕΡΑ

19 2 2
                                    

  Έμεινα ακίνητη σκημένη κάτω στο παγωμένο πάτωμα με τα φυλλάδια να είναι σκορπισμένα σε κάθε γωνία του διαδρόμου. Πότε δεν πίστεψα ότι ο πατέρας μου υπήρχε πιθανότητα να ήταν δολοφόνος. Κρύος ιδρώτας είχε λούσει το σώμα μου. Δεν ήξερα τίποτα για το παρελθόν της οικογένειας μου κάθε φορά που ρώταγα τη μάνα μου ή την θεία μου άλλαζαν απότομα το θέμα και αρνούνταν να μιλήσουν για αυτό.
Μάζεψα τα φυλλάδια τουλάχιστον όσα μπορούσαν να βαστίξουν τα χέρια μου και τα υπόλοιπα τα έβαλα πίσω στο συρτάρι. Όσα κατάφερα και πήρα τα έκρυψα στο δωμάτιο μου μέσα στην ντουλάπα ώστε να μην είναι ορατά.

   Με δυσκολία μπορούσα να αναπνεύσω από το σοκ με αποτέλεσμα να μην με πέρνει ο ύπνος οπότε έκανα πρώτα ένα κρύο μπάνιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Η ώρα ήταν τρείς το βράδυ. Με ψιχάλες βροχής να ακούγονται απο έξω. Δεν κουνιόμουν ούτε και αντιδρούσα. Το μυαλό μου είχε πολλά μέσα του που δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί.
 
Από την μία βλέπω καταλάθος πως ο πατέρας μου μπορεί να ήταν δολοφόνος και η οικογένεια μου μου το έκρυβε τόσα χρόνια και από την άλλη βλέπω τον κολλητό μου να με κοιτάει στα μάτια σαν μαγεμένος. Ένιωθα εξαντλημένη και πιο πιεσμένη από πριν.

   Ένα μικρό μέρος του εγκεφάλου μου όμως αρνούνταν να δεχτεί τα γεγονότα που συνέβαιναν. Αν όμως το σκεφτόμουν περισσότερο μπορεί να υπήρχε μια λογική εξήγηση. Ήταν υπερβολικά εύκολο το να βρω τις εφημερίδες σήμερα ενώ μπορούσα εδώ και δέκα οκτώ χρόνια. Σαν να ήταν όλα στημένα κατά κάποιο τρόπο. Σκεφτόμουν διαφορά σενάρια ενώ ένιωσα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν.

Αργότερα  ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο μου με τάραξε από τον ύπνο μου.

"Ξύπνα Άννα"

Είπε με μια απαλή φωνή καθώς μου κούνησε απαλά τους ώμους μου. Άνοιξα τα μάτια μου με τον ήλιο που έμπαινε απο το παράθυρα να μου τυφλώνει την όραση. Είδα ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της μητέρας μου ενώ γύρισε και άρχισε να περπατάει έξω από το δωμάτιο.

"Και Ξύπνα και τον αδελφό σου"

  Μου είπε πριν φύγει και κλείσει την πόρτα πίσω της.

Κοίταξα το ρολόι με μισό κλειστά ματια για να δω ότι η ώρα ήταν πέντε το πρωί. Κατάλαβα ότι είχα κοιμηθεί λιγότερο από δύο ώρες. Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει από χτες το βράδυ.
Σηκώθηκα πλύθηκα και φόρεσα καινούργια ρούχα πηγαίνοντας προς την κουζίνα νυσταγμένη.

"Σου είπα να ξυπνήσεις τον αδελφό σου"

"Γιατί δεν μπορεί να ξυπνήσει μόνος του χρειάζεται και υπηρέτες;"
Απάντησα στην μάνα μου αφού τα νεύρα μου ήταν τσίτα.

WARRIOR WITHOUT FEAR: AND THE LOST WORLD Where stories live. Discover now