ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΜΟΝΗ

7 2 3
                                    

ΑΝΝΑ

Σηκώθηκα και αυτό το πρωινό με πολλές ανησυχίες στο μυαλό μου. Καθόμουν ξαπλωμένη στο μαλακό γρασίδι βλέποντας της ακτίνες του ήλιου που ξεπροβάλαν με τις ώρες πίσω από τα θέορατα και πυκνά βουνά. Τα μάτια μου ήταν ακόμα βαριά κυρίως επειδή είχα ξυπνήσει πριν λίγα λεπτά. Ακούμπησα τα χέρια μου απαλά στο στομάχι μου γυρνώντας προς τον Ραφαέλ που κοιμόταν ήσυχα από δίπλα.

Τα ξανθά του μαλλιά έλαμπαν σαν τα διαμάντια ενώ ο ήλιος έπεφτε πάνω τους. Η ανάσα του απλά απαλή πάνω στον ορίζοντα. Δεν μπορούσα να το βοηθήσω και γύρισα προς την μεριά στην οποία ξάπλωνε κοιτάζοντας τον. Μου έδινε μια γαλήνη στην ψυχή που δεν μπορούσα να την εξηγήσω.

Πήρα μια βαθιά ανάσα ενώ ένιωθα την μεγαλύτερη ανησυχία να παίρνει μέρος στις σκέψεις μου. Το μόνο πράγμα που φοβόμουν ήταν να μην τον χάσω. Και αν αυτό το ταξίδι στο οποίο τον έμπλεξα είναι αρκετά επικίνδυνο; Και αν έκανα λάθος από την αρχή που τον έφερα μαζί μου; ανησυχώ υπερβολικά πολύ για τους δικούς μου ανθρώπους. Αυτό συμβαίνει γιατί σχεδόν σε όλους έπρεπε να πω ένα αντίο. Και για κάποιο λόγο αυτό το αντίο τις περισσότερες φορές πονάει περισσότερο από όσο θα έπρεπε.

Δεν μπορώ να θυμάμαι να ξεχνάω την ημέρα που έχασα τον θείο μου. Ήταν ένας ψηλός και καλοσύνατος άνθρωπος. Δούλευε στο ναυτικό για πολλά χρόνια και συνήθιζε κάθε σαββατοκύριακο να με παίρνει και να πηγαίνουμε για ψάρεμα. Μου ζωγράφιζε πάντα ένα χαμόγελο στο πρόσωπο ακόμα και αν δεν είχα την όρεξη. Ήταν σαν τον πατέρα που δεν είχα αλλά έφυγε και αυτός πριν δύο χρόνια επειδή βυθίστηκε το καράβι στο οποίο βρισκόταν επιβάτης. Έκανα αρκετό καιρό να το ξεπεράσω και να επιστρέψω στην κανονική μου ζωή.

Ενώ παιδευόμουν με τις σκέψεις που έτρεχαν σαν τρελές μέσα στο μυαλό μου πήρα μια απόφαση εκείνη την στιγμή που μπορεί να μην μου έβγαινε σε καλό αλλά έπρεπε να την κάνω. Σηκώθηκα όρθια ήσυχα με το βλέμμα μου να μην αφήνει τον Ραφαέλ που κοιμόταν ακόμα στο απαλό γρασίδι.

Του απομύκρυνα απαλά με τα δάκτυλα τα μαλλιά που έπεφταν πάνω στο πρόσωπο του. Του φίλησα γλυκά το κούτελο και σήκωσα το σακίδιο ψηλά στους ώμους μου.

Δεν είχα κανένα σκοπό να τον πάρω μαζί μου στην πόλη. Οπότε χωρίς να το ξανασκεφτώ άρχισα να περπατάω μακριά με γρήγορα βήματα σε περίπτωση που ξυπνήσει και με δει.

Ήθελα να καταφέρω να μάθω για αυτή την προφητεία για την οποία μου μίλησε ο Κάρολος όσο τίποτα στον κόσμο. Πρόσεξα από το πρώτο λεπτό την έκφραση του που ήταν πιο σοβαρή από ποτέ. Αρνούνταν να μιλήσει και αυτό σημαίνει ότι θα ήταν κάτι αρκετά σημαντικό από άποψης του.

WARRIOR WITHOUT FEAR: AND THE LOST WORLD Donde viven las historias. Descúbrelo ahora