Η ΠΟΛΗ

5 2 0
                                    

ΑΝΝΑ

Επιτέλους στεκόμουν μπροστά από τους πανύψηλους πέτρινους τοίχους που περιτριγύριζαν την συγκεκριμένη πόλη.

Μετά από όλη αυτή την κούραση την ταλαιπωρία και το ταξίδι  έφτασα στον προορισμό που επιθυμούσα. Ένιωθα κάτι περισσότερο από απλή ανακούφιση. Η αδρεναλίνη μου είχε φτάσει στα ύψη μόνο με την σκέψη ότι επιτέλους θα μπορούσα να αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια έναν ολοκληρωτικά  καινούριο κόσμο.

Κρύφτηκα πίσω από την σκιά ενός μεγάλου δέντρου καθώς το βλέμμα μου συνάντησε την πανύψηλη ξύλινη πύλη που οδηγούσε μέσα στην πόλη. Δύο άντρες στεκόταν έξω από αυτή ντυμένοι με βαριές μαύρες πανοπλίες ενώ στην καφετιά μάλινη θήκη που κρεμόταν από την πλάτη τους είχαν κρυμμένο ένα μυτερό σπαθί ο καθένας.

Δεν τολμούσα να κάνω βήμα μπροστά γιατί το γνώριζα ότι θα γινόμουνα σκέτος κιμάς. Όμως από την άλλη δεν μπορούσα να σκεφτώ και κάποιο τρόπο για να τους προσπεράσω. Πλησίασα λίγα βήματα πιο κοντά στην προσπάθεια μου να ακούσω κάποια λέξη από την συζήτηση που είχανε μεταξύ τους.

"Δεν νομίζω ότι ο Αλεξάντερ θα έχει την όρεξη σου"

Απάντησε ο ένας άντρας που ακούμπησε την πλάτη του στο πέτρινο τείχος διπλώνοντας τα χέρια του στο στήθος του.

"Και που το ξέρεις;"

"Δεν έχει τα κέφια του τελευταία"

"Πως και έτσι;"

Ρώτησε ο ένας με ένα μικρό σαρκασμό στην φωνή του και ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

"Περάσα πριν από το κάστρο. Με έβρισε το λεπτό που πάτησα το πόδι μου στο κεντρικό δωμάτιο"

"Θα τα έχει βάλει με τον μικρό του γιο πάλι"

"Συμφωνώ είναι και αυτό μια άποψη"

"Και αυτός όμως δεν κάνει πίσω"

"Δίκιο έχεις"

"Βάζω στοίχημα ότι θα μας βάλει επιπλέον βάρδιες για την επόμενη εβδομάδα"

"Κάτι είχα ακούσει όμως  δεν είμουν σίγουρος αλλά τελικά ισχύει. Τέλεια έχω να πω"

Είπε με σαρκασμό ενώ αναστέναξε ελαφρώς. Ο δεύτερος σταμάτησε να ακουμπάει την πλάτη του στο τείχος μόλις αντίκρισε μια άμαξα γεμάτη με άχυρα να πλησιάζει. Το ίδιο έκανε και ο πρώτος.

Το πίσω μέρος της καρότσας ήταν σκεπασμένο με ένα σεντόνι. Όσο αυτοί ήταν απασχολημένοι πέρνοντας πληροφορίες και ελέγχοντας  τον μεγάλο σε ηλικία άντρα που οδηγούσε την άμαξα βρήκα την ευκαιρία να περπατήσω με γρήγορα και προσεκτικά βήματα προς το μέσο μεταφοράς και να κρυφτώ στο πίσω μέρος του. Κάλυψα τα μέρη του σώματος μου με το κάλυμμα ενώ είχα υπόψη να μην προκαλέσω κάποιο θόρυβο. Ένιωθα τις άκρες από τα άχυρα να μου τσιμπάνε το σώμα μου καθώς το ακούμπαγα απαλά σε αυτές  για να στηριχτώ.

WARRIOR WITHOUT FEAR: AND THE LOST WORLD Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ