Κεφαλαιο Νο12

151 20 56
                                    

«Αλλισον η ανχελικα είμαι, να περάσω μέσα;»
«Όχι!»
Φωνάζουμε και οι δυο μας δυνατά ενώ εγώ σηκώνομαι από επάνω του και εκείνος πάει γρήγορα στην ντουλάπα ενώ φοράει μια βερμούδα μονάχα.
Πάω να ανοίξω την πόρτα ενώ τακτοποιώ λίγο το ρούχα μου να μην φαίνομαι σαν την τρελή.
Και της ανοίγω την πόρτα με ένα μεγάλο χαμόγελο.

Έρχεται και με αγκαλιάζει, την αγκαλιάζω και εγώ μια εβδομάδα εδώ και δεν με έχει αφήσει ούτε μια μέρα μονη μου, μου κάνει παρέα ασχολείται μαζί μου μιλάμε μου φέρεται όπως η ανν και με κάνει να νιώθω νοσταλγία. Δεν έχω νέα της και δεν προσπάθησα να μαθω νέα της.

«Αυτό το κάθαρμα ο αδερφός μου ακόμα εδώ είναι;»
Ρωτάει ενώ κοιτάει ειρωνικά το Όλιβερ εκείνος απλά της γυρίζει την πλάτη και ψάχνει ρούχα στην ντουλάπα χωρίς να της απαντήσει.
«Αλλισον θα έρθεις μαζί μου να πάμε για ψώνια γιατί σήμερα θα βγούμε το βράδυ; Θα έρθεις και εσύ να γιορτάσουμε τα γενέθλια μου;»

Λέει και εγώ νιώθω λίγο ντροπιασμένη δεν ήξερα ότι έχει γενέθλια. Αλλά που να το ήξερα!
«Χρόνια σου πολλά»
Τη λέω και της δίνω ένα μικρό φιλι στο μάγουλο,
Όμως ο Όλιβερ γυρνάει και έρχεται κοντά της την  αγκαλιάζει και της ζητάει συγγνώμη. Εκείνη όμως τον σπρώχνει και απλώνει το χέρι της
«Λεφτά, η την κάρτα σου για να ψωνίσουμε εφόσον ξέχασες τα γενέθλια μου.»
Το να τους βλέπω μαζί και να χαμογελάνε με κάνει να νιώθω ωραία και ταυτοχρονα με κάνει να νιώθω νοσταλγία για την Ανν. μπορεί να μην μιλάμε πια αλλά σίγουρα αν ηξερε τι μου είχε συμβεί θα ερχόταν να με δει.

Βλέπω τον Όλιβερ να αποχωρεί και να πάει να πιάνει το χαρτοφύλακα του βγάζει το πορτοφόλι του και πάει μπροστά στην ανχελικα αλλά μόλις πλησιάζει αρκετά κοντά η ανχελικα του παίρνει το πορτοφόλι και αρχίζει να το ψαχουλεύει όσο εκείνος προσπαθεί να της το πάρει. «Ανχελικα φέρτο πίσω!»
«Ώπα περίμενε τι έχουμε εδώ.» Ενώ βγάζει της κάρτες του από το πορτοφόλι.
«Ανχελικα σου είπα δώσε μου το πίσω ΤΩΡΑ!»
Ο Όλιβερ έγινε έξω φρενών μεσα σε μερικά δευτερόλεπτα.
Αλλά εκείνη συνεχίζει ενώ έχει γυρίσει με την πλάτη της και έχει μαζευτεί για να μην της πάρει ο Όλιβερ το πορτοφόλι.
Είναι αρκετά αστείο και το απολαμβάνω μπορώ να πω.

«Ω! Μια μαύρη κάρτα! Όλιβερ από ποτέ έχεις μαύρη κάρτα.»
Ρωτάει εκείνη ενώ με το δεξί της χέρι σηκώνει την κάρτα ψηλά.
«Βάλτο πάλι μεσα αυτό γιατί είναι της Αλλισον.»
Δικό μου;
«Τι! έχει η γυναίκα σου μαύρη κάρτα, ποσό πλούσια είναι;»
Εγώ πλούσια; Εγώ μπορεί να μην έχω μια αυτή την στιγμή.
«Άλλισον πιαστώ» μου λέει η Ανχελικα ενώ μου πετάει την κάρτα στα χέρια μου.
Την γυρνάω προς την άλλη πλευρά και βλέπω την χρυσή λεπτομέρεια όπου αναγράφεται το όνομα μου.

ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Where stories live. Discover now