Το δωμάτιο του σκοτεινό με λιγοστά έπιπλα. Δύο καναπέδες που γίνονται κρεβάτι ενωμένοι με κόκκινα σεντόνια και τα μαξιλάρια κόκκινες καρδιές. Παντού τασάκια γεμάτα με αποτσίγαρα. Κάποια μισοσβυσμένα.
Η Νάντια αποσβολωμένη κοιτά γύρω της. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Η φωνή της είχε κρυφτεί πίσω από την απογοήτευση της . Έμαθε ότι ο Φαίδωνας διαλαλούσε δεξιά και αριστερά ότι την κοροϊδεύει και ότι την θέλει μόνο για να περνά τον χρόνο του. Είναι λίγο χαζούλα όμως από τις καλύτερες οικογένειες με καλές διασυνδέσεις έλεγε.
Δεν σε περίμενα εμ έχει μέρες να καθαρίσω. Προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάσταση.
Σκυμμένη με τα χέρια της να γίνονται γροθιές προσπαθεί να μην ακούει.
Θα τα καθαρίσω τώρα αμέσως κάθισε πέντε λεπτά στην κουζίνα και θα τα φτιάξω όλα. Συνεχίζει ο Φαίδωνας.
Στεκόταν μπροστά από τον καναπέ με τα μάτια της κλειστά να φαντάζεται τι γινόταν εκεί όλο αυτό τον καιρό. Την πήρε από το χέρι και της έβαλε σε ένα ποτήρι νερό να πιει.
Κάθησε και έρχομαι να αμέσως της είπε.
Δεν ήξερε τι να πει, τι να πράξει, τι στο καλό έγινε, πότε, γιατί, ποιός ήταν ο λόγος , μα κυρίως γιατί της το έκανε αυτό. Μήπως έκανε κάποιο λάθος, μήπως Δεν κατάλαβε σωστά; Μήπως ήταν κακοήθειες αυτά που έμαθε;
Ήταν πολύ μπερδεμένη απογοητευμένη ,θυμωμένη λυπημένη και ξαφνικά φοβισμένη. Συνιδειτοποιεί ότι ο Φαίδωνας δεν είναι αυτό που πίστευε. Και τώρα, τώρα τι γίνεται, είναι βράδυ, μόνη, σε μια ξένη χώρα, σε ένα ξένο σπίτι, με ένα ξένο άνδρα.
Μωρό μου έλα να ξαπλώσουμε να σε πάρω αγκαλιά της είπε.
Η Νάντια τον κοίταξε κατάματα κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και του μίλησε με ψυχρότητα.
Σε ευχαριστώ πολύ γλυκέ μου ,
είμαι όμως λίγο χαζούλα και δεν είναι η σειρά μου ακόμα. Δεν θέλω να με παρεξηήσουν οι άλλες. Του λέει.
Ο Φαίδωνας παραξενεύτηκε την κοιτούσε με απορία αμίλητος.
Τι; Δεν καταλαβαίνεις αγάπη μου ; ουπς συγνώμη μπορώ να σε έχω όποτε θέλω; Καλύτερα νομίζω να
περιμένω την σειρά μου! Προηγούνται άλλες πριν από εμένα. Του λέει ειρωνικά και θυμωμένα
Μωρό μου τι λες ; την ρωτάει
Ρε Φαίδωνα έλεος δηλαδή!!Για πόσο ηλίθια με περνάς;;;; του φώναξε.
Προσπάθησε να την αγκαλιάσει, προσπάθησε να την κάνει να σωπάσει.
Μην με ακουμπάς ,μην... μην με πλησιάζεις καν. Μείνε μακρία μου. Θέλω να φύγω τώρα μ'ακούς τώρα, ΤΩΡΑ.!!! Φώναζε κλαίγοντας η Νάντια.
Νάντια ηρέμησε και κοίταξεμε δεν θα σε ακουμπήσω, απλά κοίταξε με εγώ είμαι . Το μωρό σου . Ψυχούλα μου κοίταξε με εγω είμαι καρδούλα μου μην σκέφτεσαι τέτοια. Δεν είναι έτσι. Ξέρω ότι πιστεύεις τα χειρότερα και εγώ στην θέση σου αυτό θα έκανα όμως είναι λάθος συνέχιζε να της λέει.
Τι; Μάλιστα ...και χαμογελάει.
Θα ακούσω και το δεν είναι αυτό που νομίζω; του απάντησε και γελούσε με τα μάτια της δακρυσμένα.
Όχι ψυχή μου, όχι δεν είναι έτσι!Άκουσεμε για ένα λεπτό εντάξει; Αυτό σου ζητώ, ένα λεπτό μονάχα. Θα με ακούσεις;
Χωρίς να μιλήσει τον κοίταξε κατάματα όμως τα μάτια της τα είχαν πει όλα όσα έπρεπε να πει.
Το ξέρω τα έκανα μαντάρα ,το ξέρω ότι σε πλήγωσα και σε απογοήτευσα όμως δεν γινόταν αλλιώς. Είμαι άντρας και έχω ανάγκες. Εσύ είσαι μακριά μου. Δεν σήμαιναν τίποτα για εμένα. Εγώ εσένα αγαπάω, εσένα θέλω για γυναίκα μου, με εσένα θέλω να κάνω οικογένεια. Σε παρακαλώ κοίταξε με στα μάτια, ποτέ μα ποτέ δεν σήμαιναν τίποτα για μένα οι άλλες ήταν απλώς σεξ,
Της μιλούσε για αγάπη, για σεξ για οικογένεια, για γάμο, την μπέρδεψε.
Θέλω απλά να φύγω. Του απάντησε και μετά σιωπή.
Σηκώνεται νευρικά , με θυμό και ανάβει το τσιγάρο του. Τραβάει δύο γεμάτες ρουφιξιές και γονατίζει ξανά μπροστά της.
Μωρό μου, όμορφο κορίτσι μου, σε παρακαλώ κοίταξε με. Προσπάθησε να την αγγίξει στο πρόσωπο. Δεν τον άφησε.
Νάντια συγνώμη, συγχώρεσεμε σε παρακαλώ. Δεν μπορώ χωρίς εσένα πίστεψε με. Της έλεγε ξανά και ξανά.
Φαίδωνα θέλω σε παρακαλώ να φύγω από εδώ τώρα. Σε παρακαλώ του ψιθύρισε καθώς τον κοιτούσε. Σιωπή και από τους δύο. Αυτός συνέχισε να της κρατά τα χέρια. Αυτή να κλαίει.
Οκ. Οκ θα σε πάω πίσω, όμως δεν γίνεται τώρα αμέσως. Δεν έχει λεωφορείο τέτοια ώρα. Αύριο το πρωί θα σε πάω εκεί εντάξει;
Η Νάντια συνειδητοποίησε ότι δεν έχει επιλογή. Είχε δύο επιλογές ή να πανικοβληθεί ή να υποκριθεί! Φαίδωνα θέλω να μου πεις το γιατί; τον ρώτησε δήθεν ότι ακόμα ήθελε να μάθει.
Αγάπη μου δεν έχει γιατί. Έτσι έχουν τα πράγματα. Άντρας είμαι και έχω ανάγκες. Μην κοιτάς εσύ που δεν..... Της είπε ξεκάθαρα πια
Μάλιστα καταλαβαίνω . Θα περιμένω να ξημερώσει.
Εσύ κοιμήσου.Θα περιμένω εδώ στην κουζίνα. Του είπε
Εξάλλου δεν αργούσε πολύ να ξημερώσει ήταν ήδη πολύ αργά σε δύο ώρες ξημέρωνε . Δεν κοιμήθηκαν, τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν σήμαιναν τίποτα για αυτόν οι "άλλες" όπως τις αποκαλούσε και να μην χωρίσουν. Είχε κουραστεί όμως είχε να κοιμηθεί δύο μέρες πότε βρέθηκε ξαπλωμένη στον καναπέ κρεβάτι δεν θυμόταν. Ξύπνησε με το άνοιγμα τις κουρτίνας. Μπήκε μέσα άπλετο φως. Της είχε μυρίσει φρέσκος, ζεστός καφές. Της είχε φέρει καφέ ,ένα τοστ και χυμό! Κάτι σαν ταινία σκέφτηκε. Αμέσως τινάζεται προς τα πάνω. Όχι σκέφτηκε ΟΧΙ ! Αμέσως ηρέμησε αφού φορούσε τα ρούχα της και ο Φαίδωνας τα δικά του. Μάλιστα τα ίδια από χθες.
Καλημέρα της λέει με απογοήτευση και συνεχίζει
Δεν έγινε τίποτα μην φοβάσαι ,δεν σε πείραξα ούτε καν σε άγγιξα. Της λέει με ενοχλειμένο ύφος.
Έφτιαξα όμως πρωινό της είπε κοφτά. Δεν είμαι τόσο μαλάκας της λέει. Νόμιζα πως με ήξερες. της λέει.
Η Νάντια δεν ήξερε αν ήταν ικανοποιημένη με αυτό ή όχι! Δεν την άγγιξε γιατί την σεβάστηκε ή γιατί δεν γούσταρε πια τόσο πολύ.
Πήρε τα τσιγάρα του και πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο. Αυτό που έζησε η Νάντια ήταν τρομαχτικό! Ανέβηκε στο κρεβάτι και της τα πήρε από τα χέρια με πολύ βία! Αυτά δεν θα τα καπνίσεις ΠΟΤΈ μ'ακούς της φώναξε. Ποτέ!! Από κανέναν!
Η Νάντια τρόμαξε, μάζεψε τα πόδια με τα χέρια της και μαζεύτηκε στο κρεβάτι κοντά στον τοίχο. Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα και της λέει με ηρεμία.
Μωρό μου θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, σε παρακαλώ. Δεν θα καπνίσεις ποτέ, μα ποτέ από τα τσιγάρα κάποιου άλλου. Ποτέ! Θα μου το υποσχεθείς αυτό;; εντάξει???
Η Νάντια τρόμαξε έμεινε σιωπηλή, σαστισμένη τον κοιτούσε με απορία και φόβο μαζί. Δεν κάπνιζε πια και δεν ξέρει γιατί πήρε τα τσιγάρα του. Γιατί αυτή η συμπεριφορά τι κακό ήταν ένα τσιγάρο αφού και αυτός καπνίζει. Δεν μου απάντησες ; της λέει με ζεστή, γλυκιά, φωνή,
Μου το υπόσχεσε;
Απλά συμφώνησε και έσκυψε το κεφάλι της, ήπιε λίγο καφέ και σηκώθηκαν για το ΚΤΕΛ. Την αφήνει στο λεωφορείο. Για ακόμη μία φορά της λέει:
Νάντια θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα καπνίσεις από κανέναν άλλον τσιγάρα, εκτός από τα δικά σου. Αν ξεκινήσεις το κάπνισμα εντάξει; και να θυμάσαι , ό,τι και να γίνει εγώ θα σε αγαπαώ.
Τι ήταν τώρα αυτό; Κάπως αλλάξανε οι ρόλοι; Ή απλά με παίζει άσχημα σκέφτηκε. Ας τα γραψω κάπου μπας και βγάλω άκρη σκέφτηκε. Πάντα το έκανε αυτό για να βάζει τις σκέψεις της σε τάξη. Με νοιάζεται αλλά με απατά ; Τι ήταν τώρα αυτό; σκέφτηκε.Το μόνο σίγουρο και ξεκάθαρο ήταν ότι χώρισαν. Η Νάντια στο λεωφορείο δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την τρόμαξε περισσότερο. Το γεγονός ότι όλο αυτό τον καιρό ήταν ερωτευμένη με ένα άνθρωπο που θεωρούσε ότι ήταν ο άνθρωπος της ζωής της και τελικά ήταν ένας ξένος; ή το ότι είδε έναν Φαίδωνα να παραδέχεται για πρώτη φορά ότι έκανε λάθος και να ζητά συγχώρεση. Να της ζητά να μην χωρίσουν γιατί την αγαπά αλλά να μπορεί να κάνει έρωτα με άλλες ενώ είναι μαζί. Όλη αυτή η προσπάθεια να την κρατήσει μακριά από τα τσιγάρα του και όχι γενικά από το κάπνισμα τι ήταν ;
Έφτασε Κομοτηνή και ήταν εξαντλημένη πήρε ταξί και πήγε στο διαμέρισμα της. Εκεί ήθελε μονάχα να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσει. Όχι για να κοιμηθεί, αρκετά κοιμήθηκε σκέφτηκε στην ζωή της ως τώρα. Σκεφτόταν πόσο κορόιδο είχε πιαστεί. Πόσα πράγματα είχε χάσει πιστεύοντας στον έρωτα με την πρώτη ματιά. Στην αληθινή αγάπη. Χαχα Πόσο ηλίθιο είναι αυτό, σκέφτηκε αληθινή αγάπη.Δεν υπάρχει αυτό σκέφτηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί.
Ξάπλωσε αγκαλιά με το μαξιλάρι της. Θυμόταν ξανά και ξανά όλα από την αρχή. Την γνωριμία τους ,τις αγκαλιές τους, τα χάδια του ,τα πρώτα φιλιά του, τα πρώτα της σκιρτήματα. Τόσα πολλά συναισθήματα, τόσα πολλά λάθη σκέφτηκε. Πόσο ηλίθια είμαι είπε . Έκλεισε τα μάτια για να σταματήσει να πονά να σταματήσουν τα δάκρυα μήπως και ξεχάσει. Μήπως και πάψει να πονά!! Ήξερε ότι δεν είχε νόημα όμως δεν μπορούσε να το σταματήσει. Άκουσε να την φωνάζουν και να κτυπα η πόρτα επίμονα. Ξύπνησε ήταν ήδη πολύ αργά το βράδυ.
Ποιος είναι; ρώτησε.
Νάντια είσαι καλά; ο Χρήστος είμαι.
Βάζει την ζακέτα της και με φουσκωμένα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα ανοίγει την πόρτα.
Τι έχεις; Τι έγινε; Έφαγες; Σου έφερα κάτι να φας. Στο στέλνει η Μαρία . Τι έχεις ;
Εξακολουθούσε να την ρωτάει ανήσυχα.
Δεν πεινάω Χρήστο. Απλά πονάω του λέει και βάζει τα κλάματα. Ο Χρήστος χωρίς δεύτερη σκέψη την παίρνει αγκαλιά και αυτή λιποθυμά στα χέρια του.
YOU ARE READING
Η Ζωή μιας Φοιτήτριας Στην Κομοτηνή
ChickLitΠάντοτε της έλεγαν να ειναι ταπεινή σεμνή να υπερετει το καλο! Η σκοτεινή ομως πλευρά θα εμενε για παντα κρυμμένη; και αν ναι για ποσο ακομα τι επιπτώσεις θα είχαν οι γύρω της ;;Η ιστορία είναι μυθοπλασία με κάποια στοιχεία πραγματικότητας. Σας ευχ...